Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

"Στο παραλίγο" κεφάλαιο εικοστό

Αυτό δεν είναι μια ιστορία αγάπης.... Είναι μια ιστορία αγάπης στο παραλίγο.... Και σε λίγη ώρα θα πέσει οριστικά και η αυλαία... Ακόμα και τώρα που τελειώνω το γράψιμο ξέρω πως η τελευταία πράξη δεν έχει παιχτεί ακόμα... Είμαι ήρεμη....είμαι καλά... έτσι πρέπει να γίνουν τα πράγματα...Πλέον ξέρω...

Η ώρα έχει φτάσει... σε λίγο το πλοίο θα φύγει και εγώ είμαι ακόμα εδώ... Πρέπει να βιαστώ... 


έγραψε η Άννα και έκλεισε τον υπολογιστή της. Πήρε δύο κομμάτια χαρτί έγραψε δύο γράμματα τα έβαλε σε δύο φακέλους και κατέβηκε στην ρεσεψιόν του ξενοδοχείου... Έδωσε τα γράμματα στον υπεύθυνο παρακαλώντας τον να τα ταχυδρομήσει το επόμενο πρωί και ξεκίνησε για το λιμάνι...

Μπήκε μέσα στο πλοίο και μόλις εκείνο απομακρύνθηκε από το λιμάνι βγήκε στο κατάστρωμα και με αργά και σταθερά βήματα σκαρφάλωσε πάνω στην κουπαστή. Ο αέρας χάιδευε τα μαλλιά της και το φεγγάρι φώτιζε τον ορίζοντα. Χαμογέλασε και με ένα βήμα βρέθηκε στο κενό....

Την επόμενη μέρα βούιξε το νησί για την κοπέλα που έπεσε από το πλοίο... το πτώμα δεν βρέθηκε ποτέ και όλοι υπέθεσαν πως μάλλον ήταν ατύχημα... Μόνο η κυρα Θοδώρα  ήξερε πως το κορίτσι της μόνο του είχε διαλέξει το θάνατο....Δυο μέρες μετά και λίγο πριν τη κηδεία ένα σημείωμα ήρθε με το ταχυδρομείο και αυτό έγραφε...

"Μανούλα μην κλάψεις....θα τα ξαναπούμε σύντομα..."


Ο Παύλος όταν το έμαθε από την τοπική εφημερίδα κόντεψε να παρανοήσει....για δεύτερη φορά έπρεπε να αντιμετωπίσει την ίδια απώλεια.... Σαν τρελός περιφερόταν στην παραλία και έψαχνε να την βρει μέσα στη θάλασσα... Όταν δύο μέρες μετά του ήρθε και εκείνου ένα γράμμα πλέον ήξερε....


"Όταν θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές εγώ δεν θα υπάρχω πια...Μην τολμήσεις να χρεώσεις στο ελάχιστο τον εαυτό σου γι αυτή μου την πράξη...Βλέπεις Παύλο τις πληγές που σου ανοίγουν οι άλλοι μπορεί και κάποτε να τις γιατρέψεις....τις πληγές που ανοίγεις ο ίδιος στον εαυτό σου δεν μπορείς να τις γιατρέψεις ποτέ... Αγάπη μου μην κλάψεις....θρήνησε με και προχώρα... Δεν φταις εσύ εγώ φταίω...Η μαμά σου δεν πέθανε από αγάπη όπως νομίζεις, πέθανε επειδή δεν αγαπούσε αρκετά τον εαυτό της...η μητέρα του παιδιού σου δεν έφυγε απογοητευμένη και πληγωμένη από την αγάπη, έφυγε γιατί εκείνη αγαπούσε τον εαυτό της...Και εγώ τώρα για να κλείσω αυτό τον κύκλο φεύγω γιατί όσο και αν με αγαπάς εσύ εγώ δεν θα μπορέσω να αγαπήσω ποτέ τον ίδιο μου τον εαυτό.... Μην με αφήσεις να χαθώ μάταια....μάθε από αυτό και προχώρα μπροστά....
Πάντα δική σου Άννα"

και έκλαψε ο Παύλος με λυγμούς πάνω από το κομμάτι με το χαρτί ώσπου το μελάνι μουτζούρωσε την σελίδα σβήνοντας τα τελευταία λόγια της Άννας...

Στην κηδεία του άδειου φέρετρου ο Παύλος πήγε και στάθηκε μακρυά σε μια γωνία σαν το δαρμένο σκυλί όταν λίγο πριν φύγει ένας άντρας με μάτια κόκκινα από το κλάμα τον πλησίασε...

"Εσύ πρέπει να είσαι ο Παύλος....στον υπολογιστή της Άννας βρήκα ένα κείμενο της... Δεν το διάβασα...το τύπωσα και το έφερα μαζί μου ελπίζοντας να έρθεις για να στο δώσω.... Η Άννα ήταν ένα μοναδικό πλάσμα...από μικρή είχε προβλήματα...στην εφηβεία είχε νοσηλευτεί για ένα μικρό χρονικό διάστημα αλλά τα τελευταία χρόνια είχαμε πιστέψει πως το είχε ξεπεράσει... γιαυτό και δεν της το συζητούσαμε πια...πόσο έξω είχαμε πέσει...τις πρώτες μέρες ήθελα να σε βρω και να σε σαπίσω στο ξύλο....Ξέρω πως με την αδελφή μου κάτι σοβαρό είχατε και πως την είχε επηρεάσει πολύ αλλά έχω δύο γερόντια που υποφέρουν πίσω μου και δεν θέλω να τα πληγώσω και άλλο....Το τι έχει γίνει μόνο οι δύο σας το ξέρετε...και εσύ θα πρέπει να ζήσεις μ αυτό!" του είπε και του έδωσε θυμωμένος το κείμενο της Άννας...

Και ο Παύλος το πήρε στα χέρια του και εκεί κάτω από ένα δέντρο κάθισε και το διάβασε....και όσο διάβαζε τόσο περισσότερα καταλάβαινε....

...........................................................................................................................................................

Δυο χρόνια μετά

"Καλά ρε μπαμπά δεν φτάνει που δεν με πήγες σε κάνα νησί όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη διακοπές αλλά να με τραβάς και στα νεκροταφεία??? Και ποια είναι αυτή η Άννα??"
" Η Άννα είναι ο λόγος που είμαστε και πάλι μαζί...." είπε ο Παύλος και σκούπισε με το χέρι του την σκονισμένη ταφόπλακα αφήνοντας συγκινημένος επάνω μια τεράστια αγκαλιά λουλούδια....
"Θέλεις να σου πω μια ιστορία??? Μια παραλίγο ιστορία αγάπης.... " είπε στο δωδεκάχρονο αγόρι και κάθισαν μαζί στον ίσκιο ενός δέντρου ._

ΤΕΛΟΣ


Τερματικός σταθμός παρακαλώ εξέλθετε.... Σας ευχαριστώ που με διαβάσατε μέσα απο την καρδία μου και ελπιζω να μην μου θυμώσατε πολύ για το φινάλε της ιστορίας....Αυτη τη μικρή νουβέλα θέλω να την αφιερώσω στα κορίτσια μου και ξέρουν ποιά είναι αυτά που με συντρόφευσαν όταν την έγραφα και με βοήθησαν με τα σχόλια τους να πάρω την απόφαση να την δημοσιεύσω....Δεν θα σας όνομασω μια μια αλλά υπόσχομαι πως αν ποτέ αυτή η ιστορία αποτυπωθεί και στο χαρτί τότε θα γράψω αναλυτικά τα ονοματα σας :) Τέλος θέλω να σας ζητήσω συγνώμη για τυχόν λαθάκια ορθογραφικά και συνταντικά γιατί η παρόρμηση μου είναι τέτοια όταν γράφω που ξεχνάω τα πάντα....και που όσες φορές και να προσπάθησα να κάνω διορθώσεις πάντα ανακάλυπτα κάποιο καινούριο λάθος.... Περιμένω με αγωνία να διαβάσω τα σχόλια σας αρνητικά και θετικά...

Με εκτίμηση
Δαμαλίτη Ιωάννα

"Στο παραλίγο" κεφάλαιο δέκατο ένατο

Μόλις το πλοίο έδεσε στο λιμάνι άρχισα να νιώθω τύψεις που δεν είχα ενημερώσει τους δικούς μου. Ευτυχώς το νησί μου ήταν ίσως το μόνο με δύο λιμάνια και το πατρικό μου χιλιόμετρα μακρυά κοντά στο δεύτερο λιμάνι βρισκόταν σε μια απόσταση ασφαλείας... . Με λίγη καλή τύχη κανένας δεν θα έπαιρνε χαμπάρι πως για δεύτερη φορά μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα βρισκόμουν εκεί. Βρήκα εύκολα ένα δωμάτιο και νοίκιασα και κλείστηκα μέσα να σκεφτώ τι θα έκανα παρακάτω. 

Αν και λίγο πριν το Πάσχα το νησί είχε αρχίσει ήδη να ξυπνάει από το χειμερινό του λήθαργο και μια σχετική κινητικότητα είχε ξεκινήσει σε δρόμους και μαγαζιά που πυρετωδώς ετοιμαζόντουσαν για να υποδεχτούν τους καλοκαιρινούς ταξιδιώτες. Αυλές ασβεστώνονταν ...μαγαζιά ανακαινίζονταν και οι κάτοικοι χαρούμενοι και χαμογελαστοί έτρεχαν να  προλάβουν τις ετοιμασίες.

Η αλήθεια είναι πως αν και πάντα αγαπούσα το νησί μου από άκρη σε άκρη τα Κατάπολα που τώρα έμενα τα προτιμούσα λιγότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος. Πάντα τα θεωρούσα πολύ "θορυβώδη" σε σχέση με την Αιγιάλη που ήταν ο τόπος μου. Χαμογέλασα τώρα που τα ξανασκεφτόμουν....ποιος να μου το έλεγε μικρή πως εγώ που δεν άντεχα τα Κατάπολα θα ζούσα τελικά τη ζωή μου στο πυκνοκατοικημένο Κουκάκι. 

Άφησα την μικρή βαλίτσα μου πάνω στο κρεβάτι και ενώ έβγαζα από μέσα τα πράγματα μου προσπάθησα να σκεφτώ τι με είχε οδηγήσει εκεί. Από τη στιγμή που η Κυρα Μαργαρίτα με άφησε εμβρόντητη στη μέση του σούπερ μάρκετ το γεγονός ότι εκείνος ήταν εκεί δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το μυαλό μου. Γιατί είχε έρθει να μείνει στο νησί μου???  Από τα τόσα νησιά της Ελλάδας τυχαία είχε επιλέξει το δικό μου??? Και αν δεν το είχε επιλέξει τυχαία γιατί δεν είχε προσπαθήσει να με αναζητήσει απλά, από το να ξεριζωθεί στα καλά καθούμενα??

Ο Παύλος όμως δεν ήταν φτιαγμένος για "απλά" πράγματα κατέληξα και σταμάτησα να βασανίζω το μυαλό μου για τους λόγους που τον είχαν οδηγήσει ως εδώ... Αυτό που είχε σημασία ήταν πως θα τον έβρισκα....γιατί μπορεί το νησί να μην ήταν τεράστιο αλλά και πάλι ένοιωθα σαν να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα. Αν ήμουν στο σπίτι μου σίγουρα κάποια γειτόνισσα θα είχε ακούσει για έναν Αθηναίο ζωγράφο που άφησε την Αθήνα για το νησί μας... αλλά δεν ήμουν σπίτι μου και η ιδέα να ρωτάω αγνώστους τέτοια πράγματα, μου ανακάτευε το στομάχι. 

Έκλεισα την βαλίτσα και ξάπλωσα ανάσκελα στο κρεββάτι κοιτώντας το ταβάνι. Όχι τηλέφωνο δεν θα τον έπαιρνα....αυτό ίσως να ήταν το πιο λογικό αλλά εδώ και καιρό το είχα πάρει απόφαση πως η λογική σε αυτή τη σχέση δεν χωρούσε. Θα έμενα τρεις μέρες....θα έκανα μερικές βόλτες και αν ήταν γραφτό να βρεθούμε θα βρισκόμασταν σκέφτηκα και με έπιασε το παράπονο που ήμουν τόσο αδύναμη που περίμενα από την τύχη να κάνει όλη τη δουλειά...Μα από καθαρή τύχη δεν είχα μάθει πως ζει πλέον στο νησί μου...???Δέκα λεπτά αργότερα αν είχα πάει για ψώνια μπορεί να μην το μάθαινα ποτέ...Ποτέ άλλοτε δεν είχα πλησιάσει τόσο στην παράνοια συλλογίστηκα πικραμένη...ακόμα ούτε και τότε....Όχι Άννα άστο το τότε μάλωσα τον εαυτό μου...τότε ήσουν έφηβη και οι ορμόνες σου έπαιζαν παιχνίδια μάλωσα τον εαυτό μου...

Και ανάμεσα σε μπερδεμένες σκέψεις με πήρε ο ύπνος και είδα στο όνειρο μου ένα καλοκαιρινό βράδυ μ ένα τεράστιο φεγγάρι και μένα να κάνω γυμνή μπάνιο σε ήρεμα θαλασσινά νερά....Μα που ήμουν το γνώριζα αυτό το μέρος...το αγαπούσα....μα ναι ήταν η παραλία του Αγίου Παύλου εκεί που μικρή πάντα προτιμούσα να κολυμπώ και ας μην ήταν η πιο γνωστή παραλία του νησιού. Έτσι όταν το πρωί ξύπνησα ήξερα από που θα ξεκινούσα. Λίγο το όνομα της παραλίας, λίγο το χθεσινοβραδινό όνειρο, ήμουν σχεδόν σίγουρη πως αν κάπου ήταν ο Παύλος μου, εκεί θα ήταν... Πήρα το πρώτο λεωφορείο και υπερνικώντας το φόβο μήπως πετύχω κανένα γνωστό ξεκίνησα για τον Άγιο Παύλο που απείχε ελάχιστα μόλις χιλιόμετρα από το πατρικό μου....


..................................................................................................................................

"Ήρθες...."
"Παύλο...."
"Επιτέλους ήρθες..." είπε και της έπιασε το χέρι "Δεν ήθελα να σε πονέσω Άννα....θα με συγχωρέσεις ποτέ???"
"Παύλο τι κάνεις εδώ???"
"Πάμε πάνω στο σπίτι Άννα να μιλήσουμε. Να εκεί μένω, δεν είναι πολύ μακρυά..Από εκεί σε είδα να στέκεσαι στην παραλία και για ώρα νόμιζα πως βλέπω φάντασμα...άλλα όχι είσαι εδώ μπορώ και σε ακουμπάω...θα έρθεις Άννα???" τη ρώτησε και εκείνη άρχισε να περπατάει βουβά προς την κατεύθυνση του σπιτιού που της είχε δείξει.


"Να σου βάλω κάτι να πιεις?"
"Όχι ευχαριστώ ... βλέπω ζωγραφίζεις και αν κρίνω από αυτό που βλέπω είσαι ήρεμος....ελπίζω να μην τάραξα την ηρεμία σου..."
"Ναι ζωγραφίζω....και ναι είμαι ήρεμος...το νησί σου έχει μοναδική δυναμική και με επηρεάζει θετικά....πως με βρήκες???"
"Τυχαία έπεσα πάνω στην Κυρά Μαργαρίτα και μου πε πως έφυγες από την Αθήνα για να έρθεις στο νησί.."
"Και εκείνη που το ήξερε...?"
"Ο φίλος σου ο Αντώνης της το είπε..."
" Μάλιστα αυτός ο Αντώνης το στόμα του κλειστό δεν μπορεί να το κρατήσει.... Μα πότε πρόλαβε??? Μόλις χτες έφυγε από εδώ..."
"Όχι η κυρά Μαργαρίτα δεν ήξερε που ακριβώς είσαι στο νησί, μόνο το όνομα του νησιού ήξερε..."
"Και εσύ πως με βρήκες???"
"Τυχαία....αυτή την παραλία την αγαπάω πολύ από παιδί....το πατρικό μου είναι στην Αιγιάλη...."
"Στους γονείς σου μένεις???"
"Όχι δεν ξέρουν πως έχω έρθει...χτες το απόγευμα έφτασα...Παύλο γιατί ήρθες να μείνεις εδώ???""
"Άννα μου έλειψες πολύ...."
"Παύλο γιατί??? Μην με χαιδεύεις Παύλο άσε με...." είπε άλλα ήταν πλέον αργά. Τα σώματα έχουν μνήμη και αυτή ξυπνάει με το πρώτο άγγιγμα... ξυπνάει και όσο τα χάδια γίνονται φιλιά εκείνη θεριεύει και καταφέρνει να βάλει στην άκρη τα πάντα...

Ξαπλωμένους γυμνούς και αγκαλιασμένους στα άσπρα σεντόνια  τους βρήκε ο μεσημεριανός ήλιος να χαϊδεύει τα πληγωμένα σώματα τους. Και εκεί που η Άννα έπαιρνε βαθιές ανάσες στον λαιμό του μπας και χορτάσει το άρωμα του που τόσο της είχε λείψει, εκείνος άρχισε να της μιλάει στο αυτί...

"Μετά από εκείνο το βράδυ ήμουν σαν χαμένος....δεν ήθελα να σου κάνω κακό....και όταν έφυγες ήμουν μόνος...πιο μόνος από ποτέ.. Δεν είχα το δικαίωμα Άννα να σε αναζητήσω μετά από όσα είχαν συμβεί...έτσι το έβαλα στα πόδια....Πήγα τρεις μέρες στην Ιταλία με τον Αντώνη αλλά όταν επέστρεψα το σπίτι δεν με χωρούσε....Αγόρασα κουβάδες με άσπρο χρώμα και μέσα σε μια νύχτα έβαψα τους τοίχους του ατελιέ....Το μίσος μου πλέον δεν το άντεχα ούτε και εγώ... Αλλά όσο και αν έβαφα δεν μπορούσα να ξεφύγω....Τα μάζεψα λοιπόν και ήρθα εδώ....Για να σε νιώθω πιο κοντά μου και ας ήσουν μίλια μακρυά....Γύρισα όλο το νησί μέχρι να καταλήξω που θέλω να μείνω και όταν είδα την παραλία του Αγίου Παύλου ήξερα πως αυτό θα θελα να βλέπω κάθε πρωί την ώρα που ξυπνάω... Ειρωνεία δεν είναι αυτή την παραλία να την λένε παραλία του Αγίου Παύλου δεν βρίσκεις??? Αυτό το λεπτό κομματάκι στεριάς που χάνεται μέσα στην θάλασσα μου θύμισε εμένα και εσένα...."
"Αχ Παύλο τι θα κάνουμε....?"
"Δεν ξέρω τι θα κάνουμε Αννούλα γενικότερα....αυτή τη στιγμή το μόνο που ξέρω σίγουρα είναι πως θέλω να κάνουμε και πάλι έρωτα" της είπε και άρχισε να την φιλάει απελπισμένα....


Τρεις μέρες έμεινε η Άννα εκεί και όταν την τρίτη  του ζήτησε να την πάει πίσω στα Κατάπολα για να φύγει με το βραδινό πλοίο εκείνος συννέφιασε αλλά το έκανε. Την ώρα που εκείνη μάζευε τα πράγματα της στο ενοικιαζόμενο εκείνος δεν άντεξε λύγισε   

"Μην φεύγεις Άννα..."
"Δεν γίνεται Παύλο.... και εσύ το ξέρεις και εγώ το ξέρω πως απλά περνάμε μια καλή φάση και πως σύντομα θα ξανακαταλήξουμε να πληγώνουμε ο ένας τον άλλο..."
"Προσπαθώ Άννα...προσπαθώ πολύ.."
"Το ξέρω μωρό μου...δεν φταις εσύ εγώ φταίω....δεν μπορώ να σε βοηθήσω Παύλο..."
"Τότε γιατί ήρθες??? "
"Γιατί έπρεπε να σε δω έστω για τελευταία φορά ...να αποχαιρετιστούμε σωστά...."
"Έλα να ζήσεις μαζί μου στο σπίτι στον Άγιο Παύλο...έλα να προσπαθήσουμε...."
"Δεν μπορώ Παύλο..."
"Σ αγαπάω ρε  Άννα...Tι με κοιτάζεις??? Ακόμα δεν με πιστεύεις....Και αν δεν μπορώ να σε πείσω....μετά από όλα όσα έχουν γίνει....τι νόημα έχει πια ; Κρίμα...πολύ κρίμα..." είπε την κοίταξε για τελευταία φορά άνοιξε την πόρτα και έφυγε...



  

"Στο παραλίγο" κεφάλαιο δέκατο όγδοο

Είναι φορές που χρόνος κυλάει σαν νερό και άλλες που είναι λες και παγώνει....Πάντα το είχα απορία γιατί τα ευχάριστα να φαίνεται πως κρατάνε τόσο λίγο και τα δυσάρεστα να νιώθεις πως κρατούν αιώνια... Λες και κάποιος κακόβουλα πατάει την παύση όταν δεν είμαστε καλά και το fast forward όταν είμαστε ευτυχισμένοι. Η αλήθεια είναι όμως πως ο χρόνος σταθερά περνάει ...απλά όταν περνάς καλά είσαι τόσο χαρούμενος που δεν τον καταλαβαίνεις σε αντίθεση με όταν περνάς άσχημα που και το κάθε δευτερόλεπτο το νιώθεις να κάθεται μέσα σου σαν την άμμο της κλεψύδρας... 

Τρεις βδομάδες μετά από εκείνο το βράδυ και όλα φαινόντουσαν να μπαίνουν στους παλιούς τους ρυθμούς. Ο Γιάννης έκατσε κάποιες μέρες, είδε πως δεν θα έπαιρνε άλλες πληροφορίες και απογοητευμένος γύρισε στην Θεσσαλονίκη με την υπόσχεση πως μέχρι το καλοκαίρι που θα βρισκόμασταν στο νησί θα είχα ξαναβρεί το κέφι μου. Το κινητό και ο υπολογιστής βουβά... Στην αρχή τσέκαρα μήπως βρω κάποιο μήνυμα ή κάποια κλήση άπειρες φορές την μέρα...σιγά σιγά το αραίωσα μέχρι να το κόψω εντελώς. Είχε τελειώσει και όλα αυτό έδειχναν...και φυσικά εγώ με στραπατσαρισμένη πλέον οριστικά και την ελάχιστη αυτοπεποίθηση που είχα νοιώσει δεν τολμούσα να τον αναζητήσω όσο και αν το ήθελα κάποιες στιγμές....

Και ο χειμώνας να φεύγει...η άνοιξη να έρχεται και εγώ να αναρωτιέμαι πόσο ανάποδο ήταν όλο αυτό που έζησα μιας και άνθισε μέσα στο κρύο και έλιωσε με τις πρώτες ζέστες σαν κερί... Πολλές φορές τα γύρισα στο κεφάλι μου όλα όσα είχα συμβεί και άλλες φορές θύμωνα μαζί του που δεν μπορούσε να είναι διαφορετικός, άλλες τον λυπόμουν και άλλες μου έλειπε τόσο πολύ που δεν μπορούσα να αναπνεύσω... Πόσα βράδια ξαγρύπνησα να αναρωτιέμαι που να βρίσκεται και τι να κάνει και πόσα ακόμα να αναπλάθω στιγμές από εκείνες που ζήσαμε....Λάθος των ερωτευμένων ανθρώπων να τα ζουν ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό τους κάνοντας το μαρτύριο πιο επώδυνο... Και ενώ λένε πως ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα εγώ να αναρωτιέμαι πότε θα κατάφερνε να ξεθωριάσει τα χάδια του και τα φιλιά του για να καταλήξω πως εγώ εφταιγα που δεν τον άφηνα να κάνει τη δουλειά του... 

Όταν λοιπόν ένα κυριακάτικο πρωινό και ενώ έπινα καφέ με εκείνη τη φίλη που μαζί της είχα πάει στην έκθεση έπεσε στα χέρια μου μια εφημερίδα πολιτιστικού περιεχομένου και είδα το όνομα του στους συμμετέχοντες μιας έκθεσης στην Ιταλία  πλέον ήξερα πως εκείνος προχωρούσε μπροστά και πως επιτέλους είχε έρθει η ώρα να κάνω και εγώ το ίδιο...Χωρίς πίκρα και εγωισμό θωράκισα τον εαυτό μου από κάθε σκέψη που τον αφορούσε και προσπάθησα να γυρίσω στις παλιές γνώριμες συνήθειες μου.

Και το είχα καταφέρει σε μεγάλο βαθμό. Μπορεί όλα να φαίνονταν πλέον πιο ανιαρά από ότι πριν γνωρίσω τον Παύλο αλλά ήταν τα δικά μου ανιαρά που και ήξερα και με ήξεραν. Πάνω λοιπόν που άρχισα να πιστεύω πως η ιστορία είχε κάνει τον κύκλο της η τύχη ήρθε για ακόμα μια φορά να μου παίξει περίεργα παιχνίδια. Στους διαδρόμους ενός σούπερ μάρκετ ανάμεσα σε ντομάτες και κρεμμύδια άκουσα το όνομα μου και όταν γύρισα και είδα την κυρία Μαργαρίτα δεν πίστευα στα μάτια μου. Στις ελάχιστες συζητήσεις μας δεν είχα προλάβει να μάθω πως μένει τόσο κοντά μου και αφού περάσαμε στο γρήγορο τα τυπικά η συζήτηση άρχισε να παίρνει άλλη τροπή...

"Άννα με όλο το θάρρος να σε ρωτήσω κάτι??? Αν είχα το τηλέφωνο σου θα σε είχα πάρει από καιρό...Γιατί χωρίσατε με τον Παύλο???"
"Κυρία Μαργαρίτα σας πειράζει πολύ που δεν θέλω να το συζητήσω??"
"Άννα το ξέρω πως δεν με ξέρεις καλά...αν με ήξερες θα καταλάβαινες πως δεν είμαι μια γριά κουτσομπόλα...αλλά τον Παύλο τον νοιάζομαι γιαυτό σε ρωτάω.."
"Το ξέρω πως δεν είστε κουτσομπόλα κυρία Μαργαρίτα αλλά γιατί δεν ρωτάτε καλύτερα εκείνον?"
"Δεν τον βλέπω πια Άννα παιδί μου...λίγες μέρες αφού χωρίσατε άδειασε το σπίτι , το έβαψε , το νοίκιασε σε κάποιον άλλο μου, έδωσε μια καλή αποζημίωση και έφυγε....τι έγινε Άννα μεταξύ σας??? Ο Παύλος το αγαπούσε πολύ αυτό το σπίτι..."
" Ας πούμε πως δεν προχώρησε η όλη ιστορία πως δεν ταιριάζαμε..."
"Και άλλους χωρισμούς του έχω ζήσει τόσα χρόνια...ποτέ όμως δεν αντέδρασε έτσι.. Συνήθως τους ξεπερνούσε ζωγραφίζοντας καπνίζοντας και πίνοντας ποτέ όμως φεύγοντας...."
"Λυπάμαι κυρία Μαργαρίτα αν έφταιξα εγώ που χάσατε τη δουλειά σας ειλικρινά λυπάμαι..."
"Μα γιαυτό νομίζεις πως σε ρωτάω... Τα τελευταία χρόνια δούλευα για εκείνον  όχι από ανάγκη αλλά από αγάπη... Το ξέρω πως είναι δύσκολος άνθρωπος έχει περάσει όμως πολλά... Δεν ξέρω τι σου έχει πει αλλά επειδή ήξερα και τους γονείς του είναι ένα πολύ πληγωμένο πλάσμα....Δεν είναι και λίγο πράγμα να βρίσκεις το άψυχο κορμί της μάνας σου και ο πατέρας σου να μην πατάει καν στην κηδεία...Έχει κάνει πολλά λάθη αυτό το παιδί....Μετά το χαμό της μαμάς του κρεμάστηκε πάνω από μια κοπέλα για να βρει παρηγοριά και όταν εκείνη έμεινε έγκυος εκείνος φρίκαρε εντελώς... Δεν ήταν έτοιμος να γίνει γονιός...φοβόταν πως θα έκανε τα ίδια λάθη με τον πατέρα του και ο φόβος αυτός τον οδήγησε στο να τα κάνει... Η κοπέλα με το αγοράκι σχεδόν ασαράντιστο έφυγε και εκείνος από τότε άλλαξε....Έπαψε να πιστεύει στους ανθρώπους...Έγινε αλαζόνας και υπερόπτης...Δεν είναι κακός άνθρωπος ο Παύλος...ένας άνθρωπος που το ξερό του το κεφάλι και ο εγωισμός και ο θυμός του δεν τον αφήνουν να δει καθαρά είναι..."
"Κυρία Μαργαρίτα...ο Παύλος χρειάζεται βοήθεια και εγώ δεν είμαι το κατάλληλο άτομο να του την προσφέρει...για να μπορέσεις να βοηθήσεις τον άλλο πρέπει να έχεις λύσει ο ίδιος τα θέματα με τον εαυτό σου και εγώ μόνο αυτό δεν έχω κάνει..."
"Κι όμως βρε Άννα  ίσως να μπορούσατε να βοηθήσετε ο ένας τον άλλο....κρίμα πολύ κρίμα...τέλοσπάντων ας μην σε ζαλίζω άλλο...συγνώμη αν σε έφερα σε δύσκολη θέση..."
"Δεν πειράζει κυρία Μαργαρίτα..."
"Να περνάς καλά Άννα μου α και κάτι τελευταίο...αν και ξέρω πως δεν σε ενδιαφέρει προχτές έμαθα που είναι ο Παύλος πέτυχα αυτόν τον φίλο του τον Αντώνη και με ενημέρωσε πως έχει νοικιάσει ένα σπίτι σε κάποιο νησί των Κυκλάδων...κάτσε να δεις πως μου το πε....Αμοργός νομίζω....Αντίο Άννα" είπε και έφυγε αφήνοντας με να την κοιτάζω έκπληκτη....


....................................................................................................................

"Μα καλά πόσο μαλάκας είσαι????"
"Αντώνη κόφτο!"
"Αποφάσισες να έρθεις να θαφτείς σ αυτό το ξερονήσι μες την μέση του Αιγαίου και δεν σου πα τίποτα....τρεις μέρες στην  Ιταλία ήσουν μέσα στη μαυρίλα και πάλι δεν σου είπα τίποτα....αλλά τώρα μα το Θεό θα σε ξεχέσω να το ξέρεις!"
" Δεν έχω όρεξη κάνε σε παρακαλώ αυτό που σου είπα...."
"Με έφερες άρον άρον εδώ και θες να κάνω αυτό που μου λες χωρίς αντίρρηση??"
"Πρώτον δεν σε έφερα, μόνο σου λύσσαξες να έρθεις...και δεύτερον ναι απαιτώ να κάνεις αυτό που σου ζητάω...ορίστε πάρε και την εξουσιοδότηση"
"Λύσσαξα να έρθω γιατί δεν πίστευα στα αυτιά μου όταν μου το είπες στο τηλέφωνο ήθελα να το ακούσω από κοντά! Και μην σου πω τι θα την κάνω την εξουσιοδότηση σου...."
"Ρε Αντώνη μια φορά να κάνεις αυτός που σου ζητάω χωρίς να με σταυρώνεις..... εσύ δεν επέμενες να τον πουλήσουμε? Ε ορίστε αφού ο αγοραστής ενδιαφέρεται ακόμα πούλα τον!"
"Ναι να τον πουλήσουμε ήθελα και να βάλουμε κάνα φράγκο στην τσέπη!!!"
"Μα εσύ θα πάρεις κανονικά το ποσοστό σου γιατί με ζαλίζεις...."
"Ρε πας καλά???? Το ποσοστό μου είναι 10% και τα λεφτά είναι πολλά τι σκατά σε έπιασε με τις φιλανθρωπίες ξαφνικά???"
"Θέλω να τον πουλήσω αλλά δεν θέλω να πάρω λεφτά από αυτόν, τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις...? Πούλα τον, κράτα το ποσοστό σου και βρες ένα ίδρυμα με παιδιά και δώσε τα υπόλοιπα χωρίς να φαίνεται πουθενά το όνομα μου...ανώνυμη δωρεά κάνε τα. Πάρε την εξουσιοδότηση, σταμάτα να προσπαθείς να μου αλλάξεις γνώμη και πάμε να σε κεράσω ένα ούζο να σου δείξω και το νησί απλά πράγματα..."
"Μα το Θεό ρε Παύλο δεν θα σε καταλάβω ποτέ!" είπε ο Αντώνης παραδομένος στην ξεροκεφαλιά του φίλου του.

Εντάξει ο Παύλος πάντα ιδιόρρυθμος ήταν και το ήξερε....Συναναστρεφόταν συνέχεια πυροβολημένους καλλιτέχνες και είχε συνηθίσει τις παραξενιές τους αυτός όμως ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Όταν ο Παύλος του είχε πει πως θα έρθει μαζί του στην Ιταλία πίστεψε πως είχε επιτέλους γίνει άνθρωπος. Από το αεροδρόμιο όμως κατάλαβε πως μαύρες μέρες θα περνούσε...Ζήτημα ήταν αν αντάλλαξαν δέκα κουβέντες σε αυτό το ταξίδι και αφού είδε και αποείδε σταμάτησε να προσπαθεί να του φτιάξει τη διάθεση και ασχολήθηκε με την κοκκινομάλλα Ιταλίδα συνάδελφο. Όταν γύρισαν Ελλάδα και του ανακοίνωσε πως αδειάζει το σπίτι του για να πάει να μείνει σε ένα νησί που πρώτη φορά άκουγε, πάλι δεν του είπε τίποτα... Του βρήκε ενοικιαστή για το σπίτι στο Λυκαβηττό και τον βοήθησε να κάνει τις συνεννοήσεις με την μεταφορική για τα πράγματα του. Φίλος του ήταν ο Παύλος και από όλους τους τρελούς του σιναφιού ήταν ο μόνος που τον δεχόταν και ας ήταν ένας επαρχιώτης που έβλεπε την τέχνη με λογιστικούς αριθμούς... πως μπορούσε λοιπόν να του αρνηθεί τη βοήθεια του έστω σε αυτή την εντελώς παράλογη απόφαση του να πάει να μείνει μόνιμα σε ένα μικρό νησί. Ακόμα και όταν πριν τρεις μέρες τον πήρε τηλέφωνο για να τον ρωτήσει αν ο αγοραστής ενδιαφέρεται ακόμα για τον πρώτο εκείνο πίνακα πίστεψε πως είχε οικονομικά προβλήματα και αμέσως επικοινώνησε με τον υποψήφιο αγοραστή τρίβοντας χαρούμενος τα χέρια του όταν εκείνος του είπε πως ακόμα ενδιαφέρεται. Μέχρι εκεί ο Αντώνης μπορούσε να διαχειριστεί τα πράγματα... Όταν τον άκουσε όμως να του λέει πως τα λεφτά του πίνακα ήθελε να τα δωρίσει το ποτήρι ξεχείλισε. Έβγαλε εισιτήριο με το πρώτο πλοίο και σε λίγες ώρες ήταν στο νησί.

Τσάμπα όμως το είχε κάνει αυτό το ταξίδι...τσάμπα τσαλάκωσε το κουστούμι του στις άβολες θέσεις του πλοίου..τσάμπα και βερεσέ σκέφτηκε ενώ έπινε το τρίτο ούζο του. 

"Δεν κάθεσαι μερικές μέρες?"
"Τι να κάτσω ρε να κάνω εδώ??? Να γίνω σαν εσένα ναυαγός??? Γιατί δεν ξέρω αν κοιτάζεις τα μούτρα σου στο καθρέφτη αλλά σαν ναυαγός έχεις γίνει με αυτά τα μούσια!"
"Άσε μας ρε Αντωνάκη ...."
"Τουλάχιστον ζωγραφίζεις τίποτα ή το έχεις ρίξει στο παραγάδι???"
"Ζωγραφίζω....και όταν θα τελειώσω θα κανονίσουμε να κάνουμε μια ατομική έκθεση"
"Αλληλούια! Τόσα χρόνια σε παρακαλάω επιτέλους να και μια λογική κουβέντα από το στόμα σου! και για πότε υπολογίζεις????"
"Για τον Νοέμβρη λέω..."
"Α καλά κρασιά ποιος ζει ποιος πεθαίνει μέχρι τότε..."
"Είσαι σίγουρος πως θες να φύγεις καλά καλά δεν έφτασες...με το πρωινό πλοίο ήρθες με το μεσημεριανό φεύγεις..."
"Ναι θα την κάνω δεν με σηκώνουν εμένα τον βουνίσιο τα νησιά...ένα κουτί ντραμαμίνες ήπια για να ανέβω στο κωλοσαπιοκάραβο. Άσε που πρέπει να κανονίσω την πώληση πριν αλλάξει γνώμη ο αγοραστής Θα ξαναρθω το καλοκαίρι που πιστεύω θα κυκλοφορούν τίποτα τουρίστριες να κάνω και κάνα μπάνιο, γιατί από ζωή μπορεί να ναι μάπα το καρπούζι το νησάκι αλλά από παραλίες τα σπάει!"
"Χα χα ναι τα σπάει..."
"Αν αλλάξεις γνώμη πάρε με μέχρι το τέλος της βδομάδας μετά θα ναι αργά...."
"Δεν θα αλλάξω γνώμη..."
"Πρόσεχε ρε μαλάκα τον εαυτό σου"
"Και εγώ σε συμπαθώ Αντώνη μου καλό ταξίδι..." του είπε και καβάλησε την μηχανή και έφυγε από το λιμάνι...

Μόλις έφτασε στο σπίτι του κάθισε στη σκεπαστή βεράντα και έβαλε ακόμα ένα ούζο...Με το χέρι του έτριψε τα γένια του. "Δίκιο έχει ο Αντώνης θέλω ξύρισμα" σκέφτηκε και χάζεψε την λεπτή λωρίδα στεριάς που σαν γλώσσα έμπαινε μέσα στη θάλασσα. Μπα το ξύρισμα θα αναβαλλόταν και για σήμερα αποφάσισε και σηκώθηκε. Λίγα λεπτά αργότερα το καβαλέτο, τα χρώματα και τα πινέλα είχαν όλα βγει στο μπαλκόνι και με το φως του ανοιξιάτικου ήλιου και ένα δροσερό θαλασσινό αεράκι να ρίχνει ριπές και να παρασέρνει τις στάχτες από το τασάκι ξεκίνησε να ζωγραφίζει.....

"Στο παραλίγο" κεφάλαιο δέκατο έβδομο

"Με πονάς!"
"Φύγε σου λέω!!!"
"Παύλο μην με τραβάς με πονάς....μα τι έπαθες στα καλά καθούμενα???"
"Άννα φύγε τώρα από εδώ! βγες έξω!"
"Θέλω να μιλήσουμε...."
"Δεν έχουμε τίποτα να πούμε!"
"Μα τι έπαθες??? Άσε με να σου εξηγήσω..."
"Δεν θέλω να μου εξηγήσεις τίποτα θέλω μόνο να σηκωθείς και να φύγεις μπορείς???"
"Ο Γιάννης...."
"Δεν με νοιάζει ο Γιάννης!!! Δεν με ενδιαφέρεις πια ούτε και εσύ!"
"Μάλιστα δηλαδή εσύ μπορείς να έχεις και μένα και τη Λένα και εγώ δεν μπορώ να σου εξηγήσω καν ποιος είναι ο Γιάννης???"
"Άννα φύγε! Φύγε πριν πω ή κάνω κάτι που θα το μετανιώσω...."
"Δεν σε φοβάμαι Παύλο!"
"'Ωστε δεν με φοβάσαι ε????"
"Παύλο άσε το χέρι μου πονάω....που με πας????" φώναζε η Άννα αλλά ο Παύλος δεν άκουγε...Το μόνο που άκουγε πλέον ήταν ο θυμός του... Και έσυρε την Άννα με τη βια μέσα στο κλειστό ατελιέ. Και σχεδόν την πέταξε μέσα ανοίγοντας τα φώτα.. Και όσο εκείνη προσπαθούσε να βρει την ισορροπία της τρίβοντας το πονεμένο της χέρι εκείνος σαν αγρίμι σχεδόν ούρλιαξε...

"Ορίστε δες!!! Δες ποιος είμαι...Δες τι είμαι ....Κοίτα τους τοίχους γύρω σου!!! Σήκωσε το κεφάλι σου και κοίτα σου λέω! Αυτός είμαι Άννα!!!!" της είπε και σωριάστηκε ξέπνοος σε μια γωνία κλείνοντας το κεφάλι του μέσα στα χέρια του. Και η Άννα ζαλισμένη σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τους τοίχους....Και ήταν τέτοιο το σοκ της που ασυναίσθητα έκανε δύο βήματα προς τα πίσω λες και έτσι θα ξέφευγε....Αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει...Κάθε εκατοστό των τοίχων τριγύρω της ήταν καλυμμένο και εκείνη εκεί στη μέση σαστισμένη να μην μπορεί να αντέξει αυτό που βλέπει και δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια της θολώνοντας τις αποκρουστικές εικόνες....

"Γιατί????" ψέλλισε φοβισμένη
"Γιατί αυτό είμαι όσο και αν προσπαθώ κάποιες στιγμές να κρυφτώ από τον ίδιο μου τον εαυτό...Αυτό είμαι Άννα....και δεν αλλάζω στο είπα.... Τόσο μίσος και θυμό έχω μέσα μου και όσο και αν προσπαθώ να το κάνω εικόνα μπας και χαθεί αυτό είναι αστείρευτο... Γιατί μπορεί μια ζωή να μισούσα εκείνον επειδή το μόνο που έκανε ήταν να την πληγώνει οδηγώντας την τελικά στο θάνατο, αλλά αποδείχτηκε τελικά πως είμαι ίδιος με εκείνον...Κάποτε πίστεψα πως μπορώ να το υπερνικήσω...και έκανα μεγάλη προσπάθεια να το καταφέρω....το μόνο που κατάφερα στο τέλος όμως ήταν να αποδείξω με τον πιο ειρωνικό τρόπο πως είμαστε ίδιοι....Έχω ένα γιο Άννα και δεν τον έχω δει τα τελευταία 10 χρόνια....δεν μιλάμε καν... Εγώ τους εγκατέλειψα γιατί με έπνιγαν...Και εκείνη μάζεψε τα κομμάτια της και έφυγε...Μπορεί να μην αυτοκτόνησε σαν την μάνα μου....Αλλά το ξέρω πως την σκότωσα γιατί την έκανα να πιστέψει πως μπορούσε να γιατρέψει τις πληγές μου....Αλλά δεν γιατρεύονται Άννα....γιατί δεν είναι πληγές....είναι αυτό που είμαι....το υλικό που είμαι φτιαγμένος...Φύγε Άννα...φύγε πριν πιστέψεις και εσύ το ίδιο....φύγε γιατί το βλέπω πως έτοιμος είμαι να πιστέψω ακόμα και εγώ πως ίσως αξίζει να ξαναπροσπαθήσω.... φύγε να σωθείς από μένα..."
"Παύλο...."
"Όχι Άννα δεν προχωράει...δεν έχει νόημα...γύρνα στη ζωούλα σου ...γύρνα στην ασφάλεια σου... Πήγαινε σε αυτό τον Γιάννη και ίσως γίνεις ευτυχισμένη...Πολύ το τραβήξαμε.." της είπε και βγήκε από το δωμάτιο και εκείνη το μόνο που είπε πριν κλείσει την πόρτα πίσω της ήταν "Ο Γιάννης είναι ο αδελφός μου..."

...........................................................................................................................................................

Φεύγοντας από το σπίτι στο Λυκαβηττό δεν μπορούσα να γυρίσω στο σπίτι μου. Ο Γιάννης θα ήταν εκεί και αν έβλεπε τις μελανιές στα χέρια μου και τα πρησμένα από το κλάμα μάτια μου, σίγουρα δεν θα το άφηνε έτσι... Ανησυχούσε που ανησυχούσε μετά το τηλεφώνημα της μάνας μας, αν με έβλεπε σε αυτή την κατάσταση σίγουρα δεν θα σταματούσε μέχρι να μάθει τι μου είχε συμβεί....

Βρέθηκα λοιπόν να περιπλανιέμαι στους δρόμους της Αθήνας κουρελιασμένη και πιο άδεια από ποτέ... Πως μπόρεσα να ερωτευτώ έναν άνθρωπο που είχε τόσο μίσος μέσα του... Γιατί δεν είχα ακούσει όλα τα προειδοποιητικά σήματα.... Μου το είχε πει σχεδόν καθαρά...."δεν είμαι καλός άνθρωπος" είχε πει αλλά για ακόμα μια φορά είχα διαλέξει τις λάθος λέξεις να κρατήσω...Πως μπόρεσε να εγκαταλείψει το ίδιο του το παιδί όταν είχε ήδη πληγωθεί εκείνος από τον πατέρα του....

Πόσο ανόητη ήμουν....γλυκάθηκα από την προσωρινή δύναμη που ένοιωθα να έχω πάνω του και ξεγέλασα και τον ίδιο μου τον εαυτό πως έχω το στομάχι και τις αντοχές να ζήσω κάτι τέτοιο..Λούφαξα σαν πληγωμένο ζώό πάνω σε ένα παγκάκι και έτριψα τις μελανιές στα χέρια μου... Και αυτοί οι τοίχοι....πως θα έβγαζα αυτούς τους τοίχους από το μυαλό μου... Πως μπορούσε και ζούσε ανάμεσα τους...ο Παύλος χρειαζόταν βοήθεια αλλά όχι από μένα...ίσως από κάποιον ειδικό...

Πως θα προχωρούσα παρακάτω... πως θα ξεχνούσα... πως θα γύριζα ξανά εκεί από όπου ξεκίνησα... Ω χαμένη μου δειλία που τόσο χρόνια σου χρέωνα όλα τα δεινά της ζωής μου...πόσο με είχες προστατέψει...σκέφτηκα και ξέσπασα σε λυγμούς...τρομάζοντας κάποια περιστέρια που είχαν μαζευτεί γύρω μου.

Το σώμα μου πονούσε παντού  και το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει... Πήρα τηλέφωνο τον αδελφό μου πως θα μείνω έξω απόψε προσπαθώντας να ακούγομαι όσο πιο φυσιολογική γίνεται και ξεκίνησα για το σπίτι μιας φίλης μου. Όταν εκείνη άνοιξε την πόρτα και με είδε κατάλαβε πως κάτι σοβαρό μου είχε συμβεί. Χωρίς ερωτήσεις μου έστρωσε να κοιμηθώ και όταν ξάπλωσα ο ύπνος ήρθε τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να κάνω την παραμικρή σκέψη....

Το επόμενο πρωινό εκτός από την προϊσταμένη μου έπρεπε να αντιμετωπίσω και τις ερωτήσεις του αδελφού μου...

"Ποιος στο έκανε αυτό Άννα!! Πες μου αμέσως!"
"Γιάννη αστο ,πέρασε και τελείωσε..."
"Τι τέλειωσε παιδάκι μου θα με τρελάνεις. Εντάξει ρε Άννα είπαμε μια ζωή πρόβατο ήσουν αλλά χαζή δεν πίστεψα ποτέ πως είσαι...Μα καλά αυτός μαλάκας είναι προφανώς, εσύ κάθισες να σε χτυπήσει???"
"Δεν με χτύπησε Γιάννη σου λέω, απλά έβαλε λίγο παραπάνω δύναμη..."
"Άννα έλεος!!!! Μορφωμένη κοπέλα κάθεσαι και μου λες τις βλακείες που λέει κάθε κακοποιημένη γυναίκα....Άντρας που χτυπάει γυναίκα δεν είναι άντρας!"
"Μα σου λέω δεν με χτύπησε το χέρι μου έπιασε με δύναμη αυτό είναι όλο..."
"Και τι δίνει το δικαίωμα σε αυτόν τον κύριο να σε τραβολογάει???"
"Άστο ρε Γιάννη είναι μεγάλη ιστορία και τελείωσε σου λέω , σε παρακαλώ....αν μ αγαπάς λιγάκι άστο..."
"Εγώ Άννα σ αγαπάω εσύ ώρες ώρες αμφιβάλλω αν αγαπάς τον εαυτό σου...και φυσικά αυτός ο λεχρίτης σίγουρα δεν σ αγαπάει!"
"Γιάννη μην πεις τίποτα στην μαμά και τον μπαμπά. Σε παρακαλώ, θα στεναχωρηθούν χωρίς λόγο..."
"Αχ βρε Άννα τι να τους πω που με έστειλαν να βεβαιωθώ πως είσαι καλά και σε βρίσκω σ αυτά τα χάλια....πήγαινε κοιμίσου, δεν έχουμε τελειώσει με αυτή τη συζήτηση να ξέρεις..."
"Πάω να ξαπλώσω και ναι έχουμε τελειώσει με αυτή τη συζήτηση....αν θες να ξαναγίνω ο εαυτό μου δεν θα το συζητήσουμε ξανά..."
"Σου αξίζει γαμώτο κάτι καλύτερο από αυτό!" τον άκουσα να μου φωνάζει καθώς έκλεινα την πόρτα του δωματίου μου...

Ποιος ορίζει "το καλύτερο" σκέφτηκα καθώς ξάπλωνα στο κρεββάτι μου...Όχι ο Παύλος δεν ήθελε να μου κάνει κακό....  τουλάχιστον όχι συνειδητά...καλό προσπαθούσε να μου κάνει...."φύγε να σωθείς από μένα" μου είχε πει... Να με διώξει ήθελε οριστικά και ίσως να το είχε καταφέρει... Έβγαλα το κινητό από την τσάντα για να το βρω άδειο από κλήσεις ή μηνύματα... Πόσο ναρκωτικό είναι ο έρωτας... Ακόμα και μετά από όλα όσα είχαν συμβεί ένα μικρό μαζοχιστικό μου κομμάτι ήλπιζε να είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί μου. Πόσο μπερδεμένη και κουρασμένη ένοιωθα. Χτες το βράδυ τον θεωρούσα σχεδόν ψυχικά ασθενή και τώρα μόλις λίγες ώρες αργότερα τον έβλεπα σαν τον ιππότη που θυσιαζόταν για το δικό μου καλό... Ίσως τελικά να μοιάζαμε με τον Παύλο περισσότερο απ όσο νόμιζα....ίσως και εγώ να ήμουν ψυχικά άρρωστη..και εκείνος είχε τουλάχιστον χίλιους δύο λόγους...εγώ δεν είχα απολύτως κανέναν...ίσως μόνο ένα....την απόλυτη πλήξη μου....που τώρα λίγο πριν τα 35 ερχόταν σαν μπούμερανγκ να με χτυπήσει και να με συνθλίψει... 

"Στο παραλίγο" κεφάλαιο δέκατο έκτο

Όταν ο Παύλος έσβησε τη μηχανή  αναρωτήθηκε αν είχε σταθεί στο σωστό σημείο. Ένας λιμενικός που είχε ρωτήσει του είπε πως στις εννιά, αυτή την εποχή με τα αραιά δρομολόγια, μόνο το πλοίο των Κυκλάδων θα έφτανε και τον έστειλε στην αντίστοιχη πύλη.Σήκωσε το γιακά του μπουφάν του και κάθισε πάνω στη μηχανή χαζεύοντας τα φώτα του Πειραιά να καθρεφτίζονται στα ήρεμα νερά του λιμανιού. "Από κάποιο νησί των Κυκλάδων ήταν λοιπόν η Άννα" σκέφτηκε και θύμωσε με τον εαυτό του που όταν έφυγε δεν την ρώτησε καν σε ποιο νησί πάει. Ποτέ του δεν κολλούσε σε λεπτομέρειες...λες και δεν τον αφορούσαν...Τα γενέθλια ας πούμε κάποιου ήταν λεπτομέρεια για τον Παύλο ακόμα και τα δικά του ξεχνούσε τις περισσότερες φορές... Δεν σε καθορίζουν σαν άνθρωπο απλές μικρές λεπτομέρειες, όπως ο τόπος καταγωγής σου...ή η ημερομηνία γέννησης σου...άλλα ήταν σημαντικά για εκείνον και άλλα πρόσεχε...Αλλά η Άννα είχε εκφράσει το παράπονό της ότι δεν ενδιαφερόταν να μάθει για εκείνη και έπρεπε να την είχε ρωτήσει μόνο και μόνο για να της κάνει το χατήρι...Αλλά εκείνη την ώρα που εκείνη ντυνόταν και ετοιμαζόταν να φύγει το μυαλό του μόνο σωστά δεν μπορούσε να λειτουργήσει...

Ναι της ταίριαζε της Άννας να είναι από νησί... είχε αυτή την αύρα που έχουν οι άνθρωποι που μεγαλώνουν περιτριγυρισμένοι από τη θάλασσα...αυτή την ελευθερία στο πνεύμα και ας τα κάλυπτε όλα αυτά τόσο έντεχνα με τις ανασφάλειες και τα στεγανά της. "Στεγανά και θάλασσα....πόσο οξύμωρο σχήμα Αννούλα διάλεξες να κλείσεις τον εαυτό σου....λες και μπαίνει η θάλασσα σε κουτί!" σκέφτηκε και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο που τόση ώρα καιγόταν μόνο του.

Είχε χρόνια να κατεβεί ο Παύλος στον Πειραιά και είχε ξεχάσει πόσο όμορφα ήταν. Τελευταία φορά ήταν πριν πέντε χρόνια τότε που είχε πάει με φίλους στην Αμοργό...οι τελευταίες του διακοπές  πριν αποφασίσει πως οι διακοπές έχουν νόημα μόνο όταν "διακόπτεις" από κάτι . Αν και εννιά παρά μια απίστευτη ησυχία επικρατούσε στο λιμάνι. Φλεβάρη μήνα ελάχιστα τα δρομολόγια... Ανάμεσα έτσι στο γκάζι ενός διερχόμενου αυτοκινήτου και την κόρνα μια μοτοσυκλέτας μπόρεσε να ακούσει ένα κύμα να σκάει σ' ένα κάβο του λιμανιού. Κατέβηκε από την μηχανή και πλησίασε τη θάλασσα. Πράγματι μικρά αλλεπάλληλα κύματα είχα αρχίσει να φτάνουν στο λιμάνι αν και στο ορίζοντα ακόμα δεν φαινόταν τίποτα. "¨Ερχεται" σκέφτηκε και θυμήθηκε τους στίχους του Ζουδιάρη  "Σου στέλνω με τ΄αγέρι χαιρετισμούς όταν θα σε χαϊδεύει να με ακούς
και να στους τραγουδάνε στον ουρανό..οι βραδυνές παρέες των αστεριών..."

Πράγματι σε λιγότερο από δέκα λεπτά ένα μικρό φωτάκι άρχισε να φαίνεται στον ορίζοντα... και όσο τα λεπτά περνούσαν το φωτάκι όλο και μεγάλωνε ...όλο και πλησίαζε. Όταν ακούστηκε η μπουρού το πλοίο περνούσε ήδη από εκεί που παλιά βρισκόταν το λιοντάρι και που τώρα το καλωσόριζε το αντίγραφό του. Μέσα σε λίγη ώρα αναστάτωση άρχισε να επικρατεί για να δέσει το τεράστιο πλοίο και να ακινητοποιηθεί. Κάπου εκεί μέσα ήταν και η Άννα και ο Παύλος ένοιωθε την προσμονή να του καίει τα σωθικά. Ευτυχώς τα οχήματα ήταν ελάχιστα και οι επιβάτες φανερά κουρασμένοι από το ταξίδι έβγαιναν σιγά σιγά από την στενή πόρτα. Δεν άργησε να την δει να ξεπροβάλει φορτωμένη και πριν εκείνη προλάβει να τον δει την είχε ήδη κλείσει μέσα στην αγκαλιά του.

"Παύλο σιγά τα τάπερ!!!!"
"Ποια τάπερ???"
"Κάτσε θα λερωθούμε με σάλτσες!!!!"
"Σάλτσες ???" είπε και άρχισε να γελάει νευρικά
Εκείνη ακούμπησε την τσάντα με τα τάπερ στην άκρη και τον κοίταξε στα μάτια
"Μην φεύγεις μακρυά μου.." της είπε σαν να ήθελε να συνεχίσει την κουβέντα εκεί που την είχαν αφήσει...
"Μην με αφήσεις να φύγω..." του απάντησε και κούρνιασε στην αγκαλιά του...


........................................................................................................................................................

Μόλις μπήκα στο σπίτι μου με τον Παύλο να με ακολουθεί φορτωμένος με την βαλίτσα και τη τσάντα με τα φαγητά αμέσως μια νοσταλγία με έπιασε για το πατρικό μου...Πόσο διαφορετικά μύριζε το σπίτι στο νησί...Έκανα ένα βιαστικό τηλεφώνημα στους δικούς μου αν τους ενημερώσω πως έφτασα καλά και βάλθηκα να ανοίγω την τσάντα με τα τάπερ...

"Ορίστε , είδες με τις αγκαλιές και τα σκαμπανεβάσματα στη μηχανή η μισή σάλτσα από το πατατάτο κατέληξε στην σακούλα!" του είπα με ψεύτικο θυμό
"Πατατάτο???? Πες μου πως είσαι από την Αμοργό...."
"Αν με είχες ρωτήσει θα στο είχα πει από την πρώτη μέρα!"
"Απίστευτο και μετά σου λένε να μην πιστεύεις στις συμπτώσεις....στην Αμοργό πέρασα τις τελευταίες μου διακοπές πριν πέντε χρόνια...θα μπορούσα να σε είχα γνωρίσει τότε..."
" Όχι Παύλο γιατί ακόμα και αν ήμουν στο νησί τότε το πιθανότερο είναι να μην με πρόσεχες καν....εκτός και αν είχες κρεμασμένο στο λαιμό σου κάποιον από τους πίνακες σου πράγμα που αμφιβάλλω..."
"Έχεις δίκιο....τόσο επιφανειακός είμαι....όταν το ακούω ξέρεις με ενοχλεί, αλλά είναι αλήθεια..."
"Δεν ξέρω αν είσαι επιφανειακός αλλά και εγώ δεν είμαι και καμία καλλονή οπότε ίσως η αλήθεια είναι κάπου στην μέση..."
"Μα Άννα τώρα είναι τόσο διαφορετικά τα πράγματα...μακάρι να μπορούσα να σε κάνω να το καταλάβεις.."
"Το ξέρω Παύλο δεν το λέω ούτε με μεμψιμοιρία, ούτε με παράπονο....άστα αυτά τώρα...πεινάς???? τι λες θα φάμε ότι απέμεινε??? Αλήθεια έτρωγες??? Τρεις μέρες έλειψα και σε βρίσκω πιο αδύνατο απ ότι σε άφησα!"
"Εσύ από την άλλη μια χαρά είσαι...Πιο φρέσκια και δροσερή από ποτέ....μακρυά μου ανθίζεις???"
"Καλά ας είχες και εσύ την κυρα Θοδώρα μάνα και ας μην έτρωγες να την ακούς να κλαψουρίζει τρεις ώρες μετά....δεν είχα επιλογή ή θα έτρωγα ότι μου έδινε ή θα έπρεπε να της μιλήσω και επέλεξα να τρώω!'
"Χα χα "
"Άσε τα γέλια και κάτσε να φας πάω να κάνω ένα μπάνιο και έρχομαι νιώθω λες και όλη η βρώμα του πλοίου είναι πάνω μου!...... τι με κοιτάς σαν παραπονεμένο γατί??? Παύλο!!! έλα μην με κοιτάς έτσι δεν ταιριάζει στο αρρενωπό και αλαζονικό προφίλ σου είναι σχεδόν αστείο...καλά...πάμε να κάνουμε μπάνιο παρέα..." είπα και αναστέναξα βλέποντας τον να γελάει με αυτό το γέλιο της επιτυχίας που τόσο του πήγαινε...Και το μπάνιο κράτησε παραπάνω από όσο θα έπρεπε...και το πατατάτο έμεινε πάνω στο πάγκο της κουζίνας να μας περιμένει υπομονετικά ....

Τώρα που τα φέρνω λίγα λίγα πίσω στο μυαλό μου συνειδητοποιώ πως εκείνη η συζήτηση ήταν ίσως η πρώτη λογική συζήτηση που έκανα με τον Παύλο...Μια συζήτηση σαν αυτή που κάνουν τα κανονικά ζευγάρια αλλά τότε είχε έρθει τόσο ομαλά και τόσο αβίαστα που δεν μου είχε κάνει καμία εντύπωση. Όχι εκείνο το βράδυ δεν λογομαχήσαμε....δεν κοντραριστήκαμε... δεν μιλήσαμε καν για όλα όσα είχαν προηγηθεί....Κάναμε έρωτα...φάγαμε...ξανακάναμε έρωτα και κοιμηθήκαμε αγκαλιά λες και όλα αυτά ήταν κομμάτι της καθημερινότητας μας, λες και ήμασταν χρόνια μαζί...

Και έτσι ακολούθησαν και οι επόμενες μέρες....Εγώ διέκοψα την άδεια μου και γύρισα στη δουλειά...Πότε μέναμε στο σπιτάκι στο Κουκάκι, πότε στο σπίτι στο Λυκαβηττό. Ο Παύλος ερχόταν και με έπαιρνε από τη δουλειά όταν σχολούσα και κάναμε βόλτες στην Αθήνα. Μέχρι και σε αποκριάτικο πάρτι πήγαμε και γελούσαμε σαν παιδιά. Άλλα βράδια έμενε μέχρι το ξημέρωμα δίπλα μου και άλλα σηκωνόταν σιγά σιγά και κλεινόταν στο ατελιέ... Ζωγράφιζε και πάλι αλλά πάντα νύχτα..Είχα αρχίσει να συνηθίζω αυτή του την ιδιαιτερότητα. Συνέχιζε να μην με αφήνει να μπω στο ατελιέ αλλά και εγώ δεν τον πιέζα. Κουβέντα για το γυμνό σκίτσο δεν μου ξανάκανε και μια ανακούφιση την ένοιωθα γιαυτό. Η Λένα τον πήρε μια φορά τηλέφωνο και εκείνος της είπε κάτι για χιόνια που δεν κατάλαβα...Έκτοτε δεν τον ξαναενόχλησε. Και οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα γεμάτες μικρές όμορφες στιγμές και οι νύχτες γινόντουσαν όλο και πιο παθιασμένες καταρρίπτοντας τον κανόνα που θέλει το πάθος αντιστρόφως ανάλογο του χρόνου....

Όχι δεν τον είχα αλλάξει ...στιγμή δεν το πίστεψα αυτό...Μόνος του είχε επιλέξει να είναι έτσι....περνούσε καλά και απλά το άφηνε να συμβαίνει....Έβαλα κυριολεκτικά λοιπόν και εγώ στην άκρη κάθε ενδοιασμό και περνούσα καλά χωρίς να ασχολούμαι με όλα εκείνα τα "σκοτεινά" που στέκονταν από πάνω μας και μας παρακολουθούσαν . Εκείνες τις μέρες ένιωθα πως ήμουν πιο δυνατή από αυτά και απολάμβανα όλα όσα με τόσο αντιφατικό τρόπο είχα κερδίσει....

Εκείνο το απόγευμα αρχές Μαρτίου την ώρα που σχόλασα και βγήκα από την εταιρεία η χαρά μου που είδα τον Γιάννη να με περιμένει απ έξω ήταν τόσο μεγάλη που δεν έβλεπα τίποτα άλλο. Σαν τρελή έτρεξα και χώθηκα στην αγκαλιά του γεμίζοντας τον φιλιά και μόνο ο εκκωφαντικός ήχος της μηχανής που χανόταν ανάμεσα στα αυτοκίνητα ήταν αρκετός για να με ταρακουνήσει και να με προϊδεάσει πως μια καινούρια μπόρα σύντομα θα μου χτυπούσε την πόρτα....

"Στο παραλίγο" κεφάλαιο δέκατο πέμπτο

Από την μέρα που η Άννα έφυγε για να πάει στους δικούς της η ζωή του Παύλου ήταν σαν να είχε μπει σε άλλη τροχιά...Λες και για έναν περίεργο λόγο οι εξομολογήσεις που της είχε κάνει εκείνο το βράδυ τον είχαν δέσει μαζί της. Χρόνια είχε να νοιώσει δεμένος με κάτι ή με κάποιον και όσο και αν το ενοχλούσε κάποιες στιγμές, ένοιωθε παράλληλα και μια ανακούφιση που δεν είχε νεκρωθεί εντελώς όπως νόμιζε....

Του έλειπε και μάλιστα πολύ γιαυτό και της το έγραψε...Ο Παύλος δεν έπαιζε...αν ένοιωθε κάτι ή αν δεν το ένοιωθε πάντα το έλεγε και αυτό του είχε στοιχίσει στο παρελθόν ακριβά...Μεσημεράκι το έστειλε το μήνυμα και μέχρι αργά το απόγευμα το κινητό του έμενε βουβό και εκείνος βασανιζόταν... Αυτό το γλυκό βασανιστήριο της αναμονής που μπορεί να φέρει ένα ερωτευμένο άνθρωπο στο πρόθυρα της τρέλας. Γιατί ήταν ερωτευμένος με την Άννα όπως ήταν και εκείνη μαζί του... Μπορεί να μην ήξερε ποια χρονική στιγμή το ενδιαφέρον και η περιέργεια που ένοιωθε αρχικά μετατράπηκαν σε έρωτα, αλλά ήξερε πως πλέον ήταν ερωτευμένος.

Και όσο απάντηση δεν ερχόταν στο κινητό του τόσο βυθιζόταν σε μια απελπισία τόσο γλυκιά που του ξυπνούσε μνήμες... Πόσα χρόνια είχαν περάσει  από την τελευταία φορά που είχε νοιώσει αντίστοιχα συναισθήματα...Πόσο διαφορετικά ήταν όλα τότε...Όχι το τότε είχε λήξει οριστικά. Κάποια πράγματα περνάνε στην ιστορία και πρέπει να μένουν θαμμένα εκεί....

Και αν την είχε τρομάξει??? Και αν όσα της είχε πει την έκαναν να μείνει μακρυά του??? Φοβόταν αλλά ακόμα και τον φόβο που πιασμένος χέρι χέρι με την απελπισία του έκαναν παρέα όλες αυτές τις ώρες δεν προσπαθούσε να τον διώξει...Ακόμα και ερωτευμένος ο Παύλος άκουγε τη φωνή της λογικής που του έλεγε πως μόνο με την αλήθεια μπορείς να ζήσεις αληθινά πράγματα..και όλα όσα της είχε πει ήταν η δική του αλήθεια...

Προσπάθησε αρκετές φορές να ξαναζωντανέψει στο μυαλό του το χτεσινό βράδυ...Προσπαθούσε να θυμηθεί τις εκφράσεις της όσο της μιλούσε, αλλά το μόνο που μπορούσε ακόμα να νοιώσει ήταν τα χέρια της την ώρα που πάλευε να τον πάρει αγκαλιά. Εκείνη τη στιγμή τα χέρια της είχαν τόση δύναμη και τόση τρυφερότητα...Λες και κάθε άγγιγμα τους ήταν παυσίπονο...

Πόσο ανόητους κάνει ο έρωτας τους ανθρώπους συλλογίστηκε χολωμένος... Πόσο ανόητους και ευάλωτους... Και μετά σου λένε ανώτερα συναισθήματα...Και για ποιο λόγο??? Για να καταλάβεις αργά η γρήγορα πως βαρέθηκες....και να ξαναμπείς ορμητικά στο παιχνίδι της αναζήτησης. Με το συναίσθημα είμαστε ερωτευμένοι και όχι με το άτομο που το προκάλεσε αυτό και ενώ όλοι μας το ξέρουμε πάντα πιστεύουμε πως είναι το άτομο η αιτία και ελπίζουμε πως μπορεί να κρατήσει για πάντα... 

Ώρες οκνηρίας γεννάνε αιώνιες και ατέρμονες αναζητήσεις χωρίς τέλος και αρχή...αναστέναξε και ξάπλωσε στο καναπέ προσπαθώντας να αδειάσει το κεφάλι του από όλα αυτά που μέχρι χτες νόμιζε πως είχε πλέον αποδεχτεί ως σαπουνόφουσκες της ανθρώπινης φύσης. Για να ακουστεί ένα μικρό μπιπ λίγα λεπτά αργότερα και να τον βάλει και πάλι μέσα σε αυτό το παιχνίδι. "Κι εμένα..." του έγραφε η Άννα από κάπου μέσα στη θάλασσα... Και ήταν σαν να την είδε μπροστά του σαν άλλη γοργόνα να του γνέφει μέσα από τα αφρισμένα κύματα και να χάνετε... και πριν προλάβει να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τη φαντασία  πληκτρολόγησε σαν ουρλιαχτό..."μην φεύγεις από κοντά μου!"

Τρεις μέρες κράτησε το μαρτύριο του....Τρεις μέρες έμεινε κλεισμένος μέσα στο σπίτι... Δεν απαντούσε σε κανέναν τηλεφώνημα και με την Άννα δεν ξαναμίλησαν... Σε μια φάση διαύγειας θεώρησε πως στέλνοντας της μηνύματα δεν της έδινε τον χρόνο που του ζήτησε..Με τον μόνο που μίλησε αυτές τις τρεις μέρες ήταν με την κυρα Μαργαρίτα που της τηλεφώνησε να μην έρθει για να καθαρίσει. Στο ατελιέ μπήκε μόνο μια φορά και βγήκε σχεδόν αμέσως...Όχι τα χρώματα δεν μπορούσαν να βοηθήσουν αυτή τη φορά... Κοιτούσε τα πινέλα και σκεφτόταν πως αυτά έφταιγαν για όλα, γιατί αυτά είχαν φέρει την Άννα στο δρόμο του... 

Ο Αντώνης και η Λένα του είχαν στείλει από ένα μήνυμα και είχαν κάνει μερικές κλήσεις αλλά ούτε στα μηνύματα ούτε στις κλήσεις απάντησε. Τον ήξεραν και οι δύο αρκετά καλά για να καταλάβουν πως έχει τις κλειστές του και δεν τον ξαναενόχλησαν...Και ο ήλιος έβγαινε έκανε τη διαδρομή του πάνω στον ουρανό και χανόταν για να δώσει τη θέση του στο φεγγάρι και εκείνος εκεί καρφωμένος στον καναπέ με το παλιό φθαρμένο  του τζιν, το τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα και το κινητό στο ένα του χέρι να περιμένει...

Ώσπου ήρθε το μήνυμα που περίμενε και όταν το μήνυμα ήρθε χρειάστηκε να το διαβάσει 3 φορές για να βεβαιωθεί πως από την αϋπνία δεν φανταζόταν πράγματα...

"Φτάνω απόψε στις 9 στον Πειραιά..." του έγραφε η Άννα και εκείνος αν και ήταν ακόμα 6 το απόγευμα έβαλε το μπουφάν του και βγήκε με φόρα από την πολυκατοικία για να πέσει σε μια παρέα με μασκαρεμένα πιτσιρίκια που προχώραγαν χαζογελώντας στο δρόμο...

...................................................................................................................................................

Τις τρεις μέρες που έμεινα στο νησί ένοιωσα και πάλι σαν παιδί. Η μάνα μου από τη δεύτερη μέρα το πήρε απόφαση πως δεν θα έπαιρνε απαντήσεις και σταμάτησε να με πιέζει. Το έριξε λοιπόν στην μαγειρική, ελπίζοντας έτσι να ξορκίσει το όποιο κακό με είχε βρει. Γιατί ήταν σίγουρη πως κάποιο κακό με είχε βρει. Πάντα με το φαγητό η ταλαίπωρη η μάνα μου προσπαθούσε να λύσει τα προβλήματα. Όταν βρήκαν στο Νοσοκομείο της Σύρου πως ο πατέρας θα χρειαζόταν να αφαιρέσει την χολή του σε κάποιο νοσοκομείο της Αθήνας, το βράδυ όταν γυρίσαμε στο νησί, μαγείρεψε λαγό στιφάδο λες και είχαμε γλέντι... Όταν  βγήκε το φύλλο πορείας του αδελφού μου και αντί για τη μετάθεση που περιμέναμε τον έστελναν στο Έβρο, εκείνη μαγείρεψε λαχανοντολμάδες αβγολέμονο...Ακόμα και όταν βρήκα δουλειά στην Αθήνα και τους ανακοίνωσα πως δεν θα επέστρεφα στο νησί, εκείνη έφτιαξε ένα ταψί γαλακτομπούρεκο και με μια γλυκόπικρη έκφραση κέρασε όλη τη γειτονιά. 

Έτσι και τώρα το ένα έδεσμα διαδεχόταν το άλλο και όσο με έβλεπε σκεφτική και προβληματισμένη τόσο έβαζε τα δυνατά της... Ο πατέρας μου κόντευε να σκάσει ο κακομοίρης από το φαΐ και κοροϊδευτικά της έλεγε πως όταν ήταν οι δύο τους όλο τραχανά και όσπρια μαγείρευε. Και οι μέρες κυλούσαν ήρεμα χωρίς μηνύματα από τον Παύλο. Και ενώ τα πρωινά ήμουν γαλήνια και χαρούμενη τα βράδια ένα βάρος ερχόταν και στεκόταν στο στήθος μου σαν τσιμεντόλιθος και ήξερα πως ήταν το βάρος των αποφάσεων που θα έπρεπε να πάρω...

Αυτές τις τρεις μέρες έκανα βόλτες σε όλο το νησί με τα πόδια....Κατέβηκα στα ψαροκάικα και έπιασα κουβέντα με τους ψαράδες που με ήξεραν από μωρό, κάθισα μαζί με τις φίλες της μάνας μου μπροστά στο τζάκι και καθάρισα φασολάκια ακούγοντας τα τελευταία κουτσομπολιά,μέχρι και στο εκκλησάκι πήγα και ας μην ήμουν ιδιαίτερα θρήσκα...Στο νησί ο χρόνος πάντα ένιωθα να  διαστέλλεται και να κινείται πιο αργά, γιαυτό το απολάμβανα όσο μπορούσα.

Όταν στο πρωινό της τρίτης μέρας τους ανακοίνωσα πως θα έφευγα με το μεσημεριανό πλοίο, τους είδα που συννέφιασαν...Τους λείπαμε και εγώ και ο αδελφός μου και το ήξερα..Δεν είπαν όμως τίποτα ο πατέρας μου έφυγε να πάει στο πρακτορείο να μου βγάλει το εισιτήριο και η μάνα μου άρχισε με φούρια να τσιγαρίζει το κρεμμύδι για να προλάβει να μου δώσει μαζί μου ένα τάπερ πατατάτο να έχω να φάω το βράδυ που θα έφτανα...

"Τι το θες βρε μαμά το φαΐ κάτσε να σε δω λιγάκι..."
"Και τι θα φας παιδί μου το βράδυ που θα φτάσεις????"
"Μαμά να σε ρωτήσω κάτι???? Μπορεί να πεθάνει κάποιος από αγάπη??"
"Φτου φτου παιδάκι μου μην λες τέτοια!!! Αχ παιδί μου που έχεις μπλέξει???"
"Έλα βρε μαμά μια ερώτηση σου έκανα και αν σε καθησυχάζει δεν αφορά εμένα. Πες μου μπορεί????"
"Μα βρε Αννούλα η αγάπη δεν σκοτώνει παιδί μου....η αγάπη ζωντανεύει! Είδες ο Χριστός με την αγάπη που είχε, μέχρι και τον Λάζαρο ανάστησε!"
"Αχ βρε μάνα με τα θρησκευτικά σου... "
"Δεν ξέρω γιατί με ρωτάς αυτά τα περίεργα πράγματα και το ξέρεις εγώ μορφωμένη δεν είμαι. Θα σου πω λοιπόν απλά τι πιστεύω. Η αγάπη παιδί μου μόνο καλό μπορεί να κάνει όχι να σκοτώσει. Είμαι 60 χρονών και σκοπεύω να ζήσω πολλά πολλά χρόνια ακόμα και ξέρεις γιατί??? Γιατί αγαπάω εσένα, τον αδελφό σου και τον πατέρα σου τόσο πολύ, που η αγάπη μου αυτή παίρνει μακρυά ακόμα και τους πόνους στα κόκαλα"
"Και αν έχανες κάποιον από εμάς??? Τότε η αγάπη που νιώθεις θα μπορούσε να σε σκοτώσει???"
"Βρε παιδάκι μου τι σε έπιασε πρωινιάτικα με τον ρημάδι τον Χάρο! Άστον να κάτσει εκεί που είναι!"
"Πες μου βρε μαμά, σε παρακαλώ..."
"Τότε Άννα θα θρηνούσα....ένα κομμάτι μου θα χανόταν μαζί με όποιον είχε φύγει ,αλλά για χάρη των υπολοίπων θα έκανα κουράγιο...Όλοι παιδί μου θα πεθάνουμε αλλά θα ξανανταμώσουμε δεν τα έχουμε πει αυτά???"
"Επειδή μυρίζομαι πως θα ακούσω για χιλιοστή φορά την ιστορία περί παραδείσου εκτός από το κρεμμύδι που σου καίγεται, πάω να κάνω μια βόλτα να σε αφήσω και εσένα να τελειώσεις το φαΐ" της είπα, της έσκασα ένα φιλί στο μάγουλο και βγήκα στα δρομάκια να αποχαιρετίσω τις γειτόνισσες.

Το μεσημέρι εκείνο με το χειμωνιάτικο ήλιο να προσπαθεί με νύχια και με δόντια να φανεί πίσω από τα σύννεφα  εκεί στο λιμάνι τους κοίταξα και τους δύο να με χαιρετάνε στην προβλήτα και συνειδητοποίησα πόσο είχαν γεράσει...Έπρεπε να πηγαίνω συχνότερα στο νησί και να τους βλέπω, σκέφτηκα και έσφιξα πάνω μου την τσάντα με τα τάπερ της μάνας μου σαν φυλαχτό...

Τις πρώτες ώρες μέσα στο πλοίο αφού το γύρισα άπειρες φορές μέσα στο μυαλό μου πήρα τις οριστικές μου αποφάσεις... Ο Παύλος με τις απαντήσεις του το μόνο που είχε καταφέρει να κάνει ήταν να με γεμίσει με νέες ερωτήσεις. Αυτή τη φορά όμως δεν θα τον πιέζα. Θα τον άφηνα να μου τις δώσει μόνος του. Ένα πληγωμένο παιδί ήταν που κρυβόταν πίσω από τις ζωγραφιές και το αλαζονικό του ύφος...Έφερα στο μυαλό μου εκείνο τον πρώτο πίνακα και τώρα που ήξερα κατάλαβα πόσο πρέπει να του είχε στοιχίσει η εθελούσια "φυγή" της μητέρας του από τη ζωή... Μπορεί να είχε σκοτεινή πλευρά όπως έλεγε ο ίδιος, αλλά εμένα δεν με ένοιαζε πια...Με είχε βγάλει στο φως και πλέον δεν θα μπορούσα ξανά εύκολα να λουφάξω στο σκοτάδι μου... Και αν αυτό το φως στο τέλος θα με έκαιγε, ας με έκαιγε. Τόσα χρόνια στην ασφάλεια τι είχα καταφέρει.??? Όχι θα το ζούσα και ας καιγόμουν!  Θα το ζούσα και ας ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ζούσα. Εγώ η ανύπαρκτη Άννα πρώτη φορά έπαιζα ρόλο πρωταγωνίστριας και αν και δεν το είχα επιδιώξει,  δεν σκόπευα να το αφήσω να γλιστρήσει από τα χέρια μου. Μέχρι το τέλος είπα σχεδόν φωναχτά και έγραψα το μήνυμα! 

"Στο παραλίγο" κεφάλαιο δέκατο τέταρτο

"Που πας?"
"Πρέπει να φύγω αν θέλω να προλάβω το πρωινό πλοίο..."
"Πλοίο???"
"Ναι θα με περιμένουν οι δικοί μου στο νησί, τους έχω πει πως θα πάω, δεν θέλω να ανησυχήσουν..."
"Με φοβάσαι Άννα???"
"Θα έπρεπε???"
"Μην απαντάς στην ερώτηση με ερώτηση...με φοβάσαι????"
"Όχι....δεν σε φοβάμαι Παύλο..."
"Γιατί λοιπόν φεύγεις τώρα??? τώρα που ξέρεις...."
"Φεύγω γιατί είχα ορκιστεί στον εαυτό μου πως θα έφευγα ότι και αν άκουγα... γιατί χρειαζόμαστε και οι δύο λίγο χρόνο....δεν θα κάτσω πολύ. Σε δύο τρεις μέρες θα ξαναγυρίσω..."
"Με φοβάσαι...."
"Κοίτα με στα μάτια! Δεν σε φοβάμαι! Φεύγω γιατί έτσι πρέπει! Με πιστεύεις???"
"Σε πιστεύω....Άννα... γιατί έμεινες χτες βράδυ....εγώ σου είπα πως "σκότωσα" μια γυναίκα και εσύ έμεινες και έκανες έρωτα μαζί μου....γιατί???""
"Γιατί μπορεί να μην σε ξέρω....μπορεί να μην καταφέρω να σε αλλάξω....δεν είναι άλλωστε αυτή η πρόθεση μου...αλλά είμαι σίγουρη πως δεν κυριολεκτούσες..."
"Και αν κυριολεκτούσα???"
"Αν κυριολεκτούσες τότε έχω σοβαρό πρόβλημα Παύλο...γιατί είμαι ερωτευμένη μαζί σου...τι σε σόκαρα???? Εγώ κατάφερα να σοκάρω εσένα???"
"Μείνε...μην φεύγεις....πρέπει να τελειώσω και το σκίτσο σου..."
"Όταν επιστρέψω σου υπόσχομαι να με ζωγραφίσεις ...χωρίς να θέλω ανταλλάγματα..."
"Χτες βράδυ...αν δεν είχες έρθει....αν δεν είχε πάρει εκείνος την Λένα τηλέφωνο...θα είχα κοιμηθεί μαζί της...."
"....μάλιστα... Παύλο οι πληροφορίες των τελευταίων ωρών είναι τόσες πολλές που ειλικρινά δεν μπορώ να τις διαχειριστώ...σε ευχαριστώ που μου το λες...αλλά θέλω λίγο χρόνο...θα μου τον δώσεις???"
"Έχω και άλλη επιλογή??? Μην αργήσεις να γυρίσεις Άννα...."
"Δεν θα αργήσω.." του είπε και με ένα τρυφερό φιλί τον αποχαιρέτησε πήρε τη βαλίτσα της και βγήκε από το διαμέρισμα.

Και έμεινε ο Παύλος μόνος, κουλουριασμένος στο άδειο του κρεβάτι, γυμνός να πονάει κάθε εκατοστό του σώματος και της ψυχής του. Και για πρώτη φορά δεν ήθελε να κάνει τον πόνο εικόνα... τον πήρε αγκαλιά και πέσανε και οι δύο σε ένα βαθύ ύπνο που κράτησε ώρες.....
  

............................................................................................................................................


Όσο το πλοίο απομακρυνόταν από το λιμάνι και ο κρύος αέρας χτυπούσε μανιασμένος το πρόσωπο μου, τόσο πιο ήρεμη ήμουν με όλες τις αποφάσεις που είχα πάρει το τελευταίο 24ωρο...Ακούμπησα τη βαλίτσα μου σε μια γωνία. Φόρεσα το κασκόλ και τα γάντια μου και ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου που άχνιζε..Σε λίγες ώρες θα ήμουν στο πατρικό μου...θα μύριζα τη μυρωδιά της μητέρας μου, θα άκουγα τη φωνή του πατέρα μου θα ένοιωθα οικειότητα και ασφάλεια... Και μόνο στην ιδέα αυτή μια ζεστασιά πλημμύριζε όλο μου το κορμί. 

Τους αγαπούσα τους γονείς μου και εκείνοι ήταν καλοί άνθρωποι...είχαν δεχτεί πολύ καλά το γεγονός ότι θα ζούσα μακρυά τους...το ήξεραν από πολύ νωρίς...το νησί πέθαινε τον χειμώνα οπότε το περίμεναν...Πόσο μου είχαν λείψει τώρα το καταλάβαινα...από τον Αύγουστο είχα να τους δω...

Και όσο ο Πειραιάς γινόταν κουκκίδα στο ορίζοντα τόσο μακρινά φαινόντουσαν όλα τα προβλήματα..το ιώδιο της θάλασσα ξυπνούσε μνήμες παιδικές από χρόνια πασπαλισμένα με αθωότητα αφήνοντας μια γλυκιά αίσθηση στο ταραγμένο μου μυαλό και την φουντωμένη μου καρδιά...

Αρκετές ώρες αργότερα και μετά από έναν άβολο ύπνο στις αεροπορικές καρέκλες του πλοίου είχα επιτέλους φτάσει. Μόλις κατέβηκα αμέσως τους είδα να με περιμένουν με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο τους. Εκείνη την εποχή άλλωστε ελάχιστοι ήταν οι επιβάτες του πλοίου και το λιμάνι του νησιού εκτός από μερικά εμπορικά φορτηγά ήταν σχεδόν έρημο.

Σε λίγη ώρα ήμουν ήδη στην κουζίνα του πατρικού μου και έτρωγα με όρεξη το αλησμόνητο γιουβέτσι της μάνας μου, που ήξερε πόσο λάτρευα, υπό τη ηχητική υπόκρουση όλων των νέων του νησιού... Ποιος πέθανε...ποιος παντρεύτηκε...ποια γέννησε....νέα έξι μηνών χώρεσαν σε ένα πιάτο γιουβέτσι...Και μόνο όταν ο πατέρας μου πήγε να ξαπλώσει για μεσημέρι η μάνα μου μπόρεσε να ξεστομίσει την ερώτηση που από χτες το βράδυ έκαιγε το στόμα της...

"Τι έχεις παιδί μου?? Όλα καλά??? Έχω πεθάνει από την ανησυχία μου από χτες το βράδυ που μας πήρες... τι σου συμβαίνει???"
"Τίποτα βρε μαμά. Σας πεθύμησα τόσο κακό είναι???"
"Άννα άστα αυτά, εγώ σε γέννησα.. τι έχεις? Πες μου...!"
"Μαμά...με αγαπάς???"
"Χριστέ μου κάτι σοβαρό είναι...για να με ρωτάς αν σε αγαπάω... πες μου παιδάκι μου ποιος σε πείραξε...???"
"Κανένας ρε μαμά...απλά περνάω φάση και ήθελα να σας δω..."
"Τι φάση??? έχεις μπλέξει πουθενά???? έγινε κάτι με τη δουλειά σου??? πες μου σε παρακαλώ και ο πατέρας σου ανησυχεί μην κοιτάς που δεν μιλάει..."
"Που να έχω μπλέξει βρε μαμά...υπερβολική όπως πάντα!"
"Τότε τι??? άντρας είναι στην μέση??? μήπως είσαι έγκυος???"
"Μαμά!!! Έλα βρε μανούλα μου μην βασανίζεις το μυαλό σου με χαζομάρες. Μια χαρά είμαι, άσε με να χωνέψω το γιουβετσάκι...να κοιμηθώ μερικές ώρες να ισιώσει το σώμα μου και θα τα πούμε. Τρεις μέρες θα κάτσω ,θα τα πούμε όλα εντάξει???"
"Καλά παιδί μου δεν σε πιέζω αλλά μάνα είμαι ανησυχώ...έχω και τον αδελφό σου που κι αυτός δεν μου λέει τίποτα θα με σκάσετε στο τέλος και οι δύο. Ο ένας Αθήνα ο άλλος Θεσσαλονίκη σκορπίσατε στους πέντε ανέμους και μείναμε με τον πατέρα σου εδώ σαν κούτσουρα να σας αναζητούμε...Τελοσπάντων ξεκουράσου και θα τα πούμε...Μα τι λάθος έκανα και κανένα από τα παιδιά μου δεν λέει να νοικοκυρευτεί, να κάνει οικογένεια, να δω και εγώ ένα εγγονάκι πριν κλείσω τα μάτια μου..."
"Μαμά άρχισες πάλι....πάω να ξαπλώσω και θα τα πούμε το απόγευμα" της είπα και της έδωσα ένα φιλί στο μέτωπο.

Το παιδικό μου δωμάτιο ήταν όπως το είχα αφήσει πριν φύγω εκείνον το Σεπτέμβρη για σπουδές...Ακόμα και η κουκλίτσα με τα ξανθά μαλάκια της και το ροζ φορεματάκι της ήταν ακόμα πάνω στο κρεβάτι μου. Τίποτα δεν άλλαζε η μάνα μου, λες και με αυτά θα κατάφερνε να γυρίσει τον χρόνο πίσω...Κάθισα πάνω στο κρεβάτι, έβγαλα τα παπούτσια μου και κοίταξα τις κάλτσες μου.... Πόσα είχαν συμβεί από την τελευταία φορά που έβγαλα τα παπούτσια μου σκέφτηκα και έβγαλα ασυναίσθητα έναν αναστεναγμό. Έπιασα την τσάντα μου και έβγαλα το κινητό μου για να βρω ένα μήνυμα...δύο λέξεις ήταν το μήνυμα....δύο λέξεις και τρεις τελείες...δύο λέξεις αρκετές για να με κάνουν να ξαπλώσω όπως ήμουν με τα ρούχα, να πάρω την κουκλίτσα μου αγκαλιά και να βάλω τα κλάματα...
"Μου λείπεις..." μου έγραφε και ένα χείμαρρος από δάκρυα άρχισε να βγαίνει από τα μάτια μου. Και όσο σταγόνα σταγόνα βρέχονταν τα ξανθά μαλάκια της κουκλίτσας μου τόσο ξεπλενόταν  το μπερδεμένο μου μυαλό από τις σκέψεις και βυθιζόταν σε ένα ύπνο ήρεμο και γαλήνιο.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου έξω είχε ήδη νυχτώσει. Από μέσα ακουγόντουσαν διάφοροι γνώριμοι θόρυβοι. Η τηλεόραση στη διαπασών και διάφορα κατσαρολικά να δίνουν μάχη. Πριν βγω από το δωμάτιο μου ήξερα ήδη την εικόνα που θα αντίκριζα... Ο μπαμπάς μου μπροστά στην τηλεόραση και η μαμά μου στην κουζίνα να ετοιμάζει το βραδινό. Στάθηκα πριν με καταλάβουν και τους χάζεψα...Πόσο απαραίτητες είναι οι σταθερές στη ζωή, σκέφτηκα και έβαλα το παλτό μου ρίχνοντας το κινητό στην τσέπη μου.

"Μαμά πάω μια βόλτα στον μόλο. Σε κάνα μισάωρο με μια ώρα θα είμαι πίσω!" φώναξα από την πόρτα.
"Που πας βρε παιδί μου μέσα στα σκοτάδια  έχει παγωνιά!!!" την άκουσα να ουρλιάζει κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.

Στο μόλο πήγαινα από μικρή χειμώνα καλοκαίρι όταν είχε φεγγάρι και καθόμουν. Το ήξερα πως ήταν ηλίθια ρομαντικό και είχα φάει τρελό δούλεμα στην εφηβεία αλλά εμένα δεν με ένοιαζε. Καθόμουν σε ένα βραχάκι και μετρούσα τα κύματα που έσκαγαν. Ο ήχος της θάλασσας και το φως του φεγγαριού πάνω της πάντα με γαλήνευαν. Κάθισα στη γνωστή μου θέση και πριν αρχίσω το μέτρημα έβγαλα το κινητό από την τσέπη και έγραψα ένα μήνυμα...

"Και μένα..." και το έστειλα.

Στο δέκατο τέταρτο κύμα που έσκαγε με μανία ένα μπίπ ακούστηκε και έχασα το μέτρημα...

"Μην φεύγεις μακρυά μου...." έγραφε και πλέον αδυνατούσα να μετρήσω κύματα γιατί η καρδιά μου χτυπούσε τόσο έντονα που το μόνο που άκουγα... εγώ η ανόητη Άννα... βρεγμένη στο πρόσωπο από το θαλασσινό νερό ...  φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο... καθισμένη σε ένα βραχάκι ενός μικρού νησιού στην μέση του Αιγαίου...ήταν οι χτύποι της! 



"Στο παραλίγο" κεφάλαιο δέκατο τρίτο

Εκεί που περίμενα στο λιμάνι του Πειραιά κουκουλωμένη μέσα στο παλτό μου να επιβιβαστώ στο πλοίο ένα παράπονο με έπιασε....Πόσο δειλή ένοιωθα. Με την πρώτη δυσκολία το έβαζα στα πόδια. Εντάξει χαζή δεν ήμουν, το ήξερα πως οι πιθανότητες για μια ήρεμη και συμβατική σχέση με τον Παύλο ήταν απειροελάχιστες...αλλά στην τελική αυτός δεν ήταν και ο λόγος που αυτός ο άντρας με τραβούσε σαν μαγνήτης? Ώρες ώρες δεν ήξερα τι ήθελα και αυτό με πλήγωνε όποτε το συνειδητοποιούσα...Το να μην ξέρεις τι θες στα 25 σου ίσως και να είναι αναμενόμενο αλλά το μην το ξέρεις στα 35 σου ίσως να είναι και τραγικό. Και όσο ένα ένα τα αυτοκίνητα έμπαιναν στο πλοίο τόσο πιο σίγουρη ήμουν πως ναι θα έφευγα, αλλά πρώτα θα μάθαινα! Δεν θα μπορούσα να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς να ξέρω... ότι και αν κόστιζε αυτή η γνώση. 

Αντί λοιπόν να μπω στο πλοίο έσκισα το εισιτήριο..έστειλα ένα μήνυμα στους δικούς μου να μην με περιμένουν το πρωί αλλά αργά το μεσημέρι και μπήκα σε ένα ταξί για δεύτερή φορά μέσα σε λίγες ώρες. Η Αθήνα άδεια εντελώς έφτασα σε ελάχιστη ώρα και όταν χτύπησα και δεν μου άνοιξε κανείς μια πρώτη απογοήτευση ήρθε να μη πλημμυρίσει. Για καλή μου τύχη δέκα λεπτά αργότερα ένας νεαρός έβγαινε από την πολυκατοικία και έτσι μπόρεσα τουλάχιστον να μπω μέσα... Όταν ανέβηκα και δεν πήρα απάντηση ούτε και στο πάνω κουδούνι διάφορες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου....Για κάνα τέταρτο περίμενα αλλά στο τέλος η αγωνία με νίκησε και είπα να τον πάρω ένα τηλέφωνο. Το κινητό του ακουγόταν πίσω από την κλειστή πόρτα να χτυπάει....Καταβεβλημένη από την κούραση σωριάστηκα μπροστά στην πόρτα του κλείνοντας το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια μου.

Αν είχε πάθει κάτι δεν θα το συγχωρούσα στον εαυτό μου σκέφτηκα στην αρχή...Όσο τα λεπτά όμως περνούσαν βασανιστικά άρχισα να μαλώνω τον εαυτό μου.."Ηλίθια Άννα σιγά μην πάθαινε το οτιδήποτε για σένα!" έλεγα ξανά και ξανά μέσα μου. Και ο χρόνος περνούσε και όσο περνούσε μαζί με το σώμα μου άρχισε σιγά σιγά να παγώνει και το μυαλό μου. Δεν με ένοιαζε πια ούτε που ήταν...ούτε τι έκανε. Το μόνο που ήθελα ήταν να γυρίσει, να πάρω τις απαντήσεις μου και να φύγω. 

Όταν η πόρτα του ανσασέρ άνοιξε και τον είδα να με κοιτάζει έκπληκτος είχα ήδη βγάλει στην άκρη όλες τις αναστολές και ανασφάλειες μου και περισσότερο αποφασισμένη από ποτέ το μόνο που επιθυμούσα ήταν να παίξουμε το ηλίθιο παιχνίδι του! 

"Η απόψε ή ποτέ Παύλο" του είπα και μάλλον το πόσο σίγουρη ήμουν γιαυτό φαινόταν στο πρόσωπο μου γιατί μόλις άκουσε το τελεσίγραφο δεν είπε τίποτα, απλά κάθισε σε μια καρέκλα και με κοίταξε σχεδόν με πόνο. 

"Βγάλε τα παπούτσια σου και τις κάλτσες σου μόλις τελειώσεις το τσιγάρο" είπε και χάθηκε μέσα στο κλειδωμένο δωμάτιο. Όσο έβγαζα τα παπούτσια και τις κάλτσες μου έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες να καταλάβω που το πήγαινε... Αρκετή ώρα αργότερα βγήκε από εκεί μέσα με ένα τεράστιο μπλοκ στα χέρια του και ένα μεταλλικό κουτί. Έκανε το γύρω του δωματίου και άνοιξε όλα τα φώτα. Ποτέ πιο πριν δεν είχα προσέξει πόσα φώτα είχε αυτό το δωμάτιο. Μέσα σε δευτερόλεπτα το δωμάτιο ήταν τόσο φωτεινό που τα μάτια μου έτσουζαν από το φως. Τράβηξε μια καρέκλα, έκατσε απέναντι μου, άνοιξε το μεταλλικό κουτί που ήταν γεμάτο κάρβουνα, βολεύτηκε στην καρέκλα με το μπλοκ ανοιχτό πάνω στα πόδια του και έβαλε το cd player να παίζει.

"Μήπως θέλεις άλλο ένα ποτό πριν σου πω τους όρους του παιχνιδιού??? Γιατί να ξέρεις το πολύ άλλο ένα ποτό θα πιεις...σε θέλω 1000% νηφάλια γιαυτό που θα κάνουμε..." είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια.
"Όχι!' απάντησα με βεβαιότητα.
"Ωραία... Για να πάρεις Άννα τις απαντήσεις σου πρέπει να πληρώσεις όπως σου είπα και χτες... Αν είναι να βγω εγώ στο φως θα βγεις και εσύ! Κάθε απάντηση στοιχίζει και ένα ρούχο από αυτά που φοράς! Έχω να ζωγραφίσω γυμνό από την σχολή και η αλήθεια είναι πως δεν είναι και από τα δυνατά μου χαρτιά ως ζωγράφος. Εσένα όμως θέλω να σε ζωγραφίσω γυμνή... Τώρα ανάβω εγώ το τσιγάρο και περιμένω μέχρι να το τελειώσω την οριστική σου απάντηση!" είπε και άναψε ένα τσιγάρο ενώ συνέχιζε να με κοιτάζει στα μάτια.....


.............................................................................................................................................

Ο Παύλος μέχρι τελευταία στιγμή ήλπιζε η Άννα να κάνει πίσω...αν δεν έκανε τότε θα έπρεπε να μιλήσει για πράγματα που καθόλου δεν του άρεσε να συζητάει, γιαυτό και είχε σκεφτεί αυτό το περίεργο παιχνίδι. Τη στιγμή που άναψε το τσιγάρο του την κοίταξε με τόση ένταση  που και σίδερο ίσως να μπορούσε να λυγίσει αυτή του η ματιά. Εκείνη όμως αντί να βάλει τα παπούτσια της και να ανοίξει την πόρτα και να φύγει κινήθηκε προς το μπουκάλι με το ουίσκι, έβαλε ένα ποτό, το ήπιε μονορούφι και πήγε και στάθηκε ξανά στην θέση της λέγοντας του

"'Οποτε είσαι έτοιμος ξεκινάμε!"

Αυτή την εξέλιξη δεν την περίμενε...κάπνισε αργά όλο το τσιγάρο..πέταξε στο τασάκι την γόπα έπιασε ένα κάρβουνο και ξεκίνησε να μιλάει....

"Αγοράζω το παντελόνι σου για το ποια είναι η Λένα" είπε και όσο η Άννα ξεκούμπωνε το τζιν της εκείνος μια κοιτώντας την και μια κοιτώντας το χαρτί άρχισε να μιλάει...

"Την Λένα την ξέρω τα τελευταία 5 χρόνια... Είμαστε μαζί περιστασιακά και είναι όντως παντρεμένη όπως ήδη ξέρεις... Είναι πολιτικός μηχανικός και γνωριστήκαμε με αφορμή την αγάπη της για τη ζωγραφική" ολοκλήρωσε και άρχισε να σχεδιάζει σκυφτός πάνω από το χαρτί του...

"Για την μπλούζα τώρα....τι σημαίνει η Λένα για μένα..." είπε και σήκωσε το κεφάλι του καρφώνοντας με το βλέμμα του την Άννα που ήδη φαινόταν να νοιώθει αρκετά άβολα...

"Με την Λένα έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση... την νοιάζομαι γιατί όντως μοιάζουμε... μαζί της όλα είναι πολύ εύκολα. Δεν ζητάει τίποτα παραπάνω απ ότι μπορεί να δώσει και αυτά που μπορεί να δώσει είναι όλα όσα χρειάζομαι... Δεν είμαι Άννα ο βάτραχος που εσύ θα καταφέρεις να μεταμορφώσεις σε πρίγκιπα. Είμαι αυτό που φαίνομαι και δεν πρόκειται να αλλάξω! Η Λένα το ξέρει και το σέβεται  γιαυτό και μπορούμε και συνυπάρχουμε σε αυτή τη ιδιαίτερη σχέση" είπε και η Άννα πέταξε την μπλούζα της στο πάτωμα τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το σώμα της....

"Άννα κατέβασε τα χέρια σου....! δεν σκοπεύω να σε ζωγραφίσω έτσι σαν απροστάτευτο πλάσμα...είσαι εδώ με τη θέληση σου, μην το ξεχνάς και όποτε θες λες να σταματήσουμε!"
"Ορίστε τα κατέβασα ...πάμε παρακάτω" είπε σχεδόν θυμωμένη
"Ωραία...για το σουτιέν τώρα γιατί δεν σε αφήνω να μπεις στο εργαστήριο...Κανένας δεν έχει μπει ποτέ πόσο μάλλον εσύ που διαβάζεις του πίνακες μου σαν ανοιχτό βιβλίο...Πέρασε ποτέ από το μυαλό σου πως μπορεί να μην είμαι αυτό που φαίνομαι??? Ίσως έχω και μια άλλη πλευρά...πιο σκοτεινή που θα προτιμούσα να μην βλέπουν τα ξένα μάτια...Ο πίνακας Νο7 είναι ένα μικρό κομμάτι αυτής της πλευράς μου....Άννα αυτό να το θυμάσαι, όλοι έχουμε την σκοτεινή πλευρά μας και σε κάποιους από εμάς είναι πιο έντονη από ότι σε κάποιους άλλους....Κράτα λοιπόν ότι δεν είμαι και ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο! Συνεχίζεις να θες να πάρεις την απάντηση και στην τελευταία σου ερώτηση???" είπε και συνέχισε να τραβάει γραμμές σαν μανιασμένος πάνω στο χαρτί με το κάρβουνο χωρίς να την κοιτάζει αυτή τη φορά. Με μια κίνηση η Άννα έλυσε το σουτιέν της και πέταξε δίπλα στην μπλούζα της κοιτώντας τον με συμπόνια....
"Μην με κοιτάς έτσι! Ακούω θα το τερματίσουμε το παιχνίδι?"
"Ναι...."
"Καλώς...για το εσώρουχο σου τι κρύβεται πίσω από τον πίνακα της έκθεσης.... Ας πούμε πως δύο γυναίκες αγάπησα στη ζωή μου... Τη μία την "σκότωσα" εγώ με τις πράξεις μου ...η άλλη προτίμησε να σκοτώσει η ίδια τον εαυτό της... Το βράδυ που γύρισα από τη κηδεία της μητέρας μου έφτιαξα αυτόν τον πίνακα...ήταν ίσως ο μοναδικός άνθρωπος που πίστεψε σε μένα και που είχε ένα τραγικό ελάττωμα...αγαπούσε παραπάνω απ όσο άντεχε....γιαυτό και αυτοκτόνησε....επειδή αγαπούσε...μην κουνιέσαι κάτσε ακίνητη! Άννα μην με πλησιάζεις, μείνε εκεί που είσαι!" είπε σχεδόν ουρλιάζοντας αλλά ήταν ήδη πολύ αργά...Η γυμνή Άννα είχε ήδη φτάσει δίπλα του και όσο εκείνος θυμωμένος πάλευε να ελευθερωθεί  από τα χέρια της τόσο εκείνη προσπαθούσε να τον κλείσει μέσα στην αγκαλιά της και ανάμεσα σε σπασμένα κάρβουνα και κομμένα χαρτιά κατάφερε να πάρει αυτό το αγριεμένο και πληγωμένο πλάσμα αγκαλιά και σιγά σιγά όσο εκείνος τη  φιλούσε λες και ήθελε να πάρει από μέσα της όλο το οξυγόνο, εκείνη με χάδια κατάφερε να τον ηρεμήσει. Και εκεί μέσα στο λουσμένο από φως δωμάτιο απαλλαγμένοι και οι δύο από φόβους και ενοχές έγιναν ένα....

"Στο παραλίγο" κεφάλαιο δωδέκατο

Όταν ο Πάυλος διάβασε το μήνυμα της Άννας ένοιωσε μια ανακούφιση. Και το περίμενε κάτι τέτοιο και το είχε επιδιώξει. Ακούμπησε την συσκευή πάνω στο τραπεζάκι και έβαλε ένα ποτό. Ούτε και πέρασε από το μυαλό του να την πάρει τηλέφωνο να της αλλάξει γνώμη και ας ήξερε πολύ καλά πως εκείνη ίσως να περίμενε κάτι τέτοιο. Ω τις ήξερε τις γυναίκες ο Πάυλος τις είχε μάθει και από την καλή και από την ανάποδη....Άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε το σύννεφο καπνού να ανεβαίνει... "Μα γιατί αρέσκονται τόσο αυτά τα πλάσματα να κάνουν τα εύκολα δύσκολα πάντα θα το έχω απορία..." σκέφτηκε και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του.

Αυτό που τον ενοχλούσε περισσότερο δεν ήταν η φυγή της αλλά που δεν τον είχε πάρει τηλέφωνο να του το πει ευθέως.Ο Πάυλος δεν άνηκε σε εκείνους που παίζουν πρόθυμα στα γυναικεία παιχνίδια. Εκείνος έβαζε τους όρους και όταν δεν μπορούσε να το κάνει αυτό απλά έφευγε. Δεν είχε καμία διάθεση να την πάρει στο κατόπι.... αν ήθελε να μείνει μακρυά του μπορούσε να το κάνει...Όχι δεν το πίστευε αυτό από εγωισμό ή έπαρση αλλά από απλή λογική... Αν δεν μπορούσε να αντέξει αυτή τη πλευρά του χαρακτήρα του τι θα γινόταν παρακάτω.... σίγουρα θα έφευγε παρακάτω....και αν έφευγε παρακάτω τότε όλα θα ήταν πιο δύσκολα...

Έβαλε ένα ακόμα ποτό και συνέχισε τις σκέψεις του. Μια εβδομάδα λοιπόν αυτή ήταν η ημερομηνία λήξης αυτού του ευτράπελου ειδυλλίου ....είχαν υπάρξει και πιο σύντομα και πιο μακροχρόνια ακόμα και σε αυτό καμία πρωτοτυπία... Οκ το σεξ ήταν καλό....αυτό μπορούσε να το παραδεχτεί... η Άννα με όλες τις ανασφάλειες της στην απόλυτη παράδοση της ήταν μια αποκάλυψη και εκείνος σαν κλασσικός άντρας το διασκέδαζε απίστευτα. Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη ικανοποίηση από το να κατακτάς κομμάτι κομμάτι το σώμα ενός ανθρώπου πόσο μάλλον κάποιου που χωρίς να το γνωρίζει και ο ίδιος με όλα τα μη που έχει ορίσει στον εαυτό του γίνεται περισσότερο επιθυμητός από όσο θα ήλπιζε. Κάθε μη και μια μάχη....κάθε πτώση του οχυρού και ένας θρίαμβος...γιατί είναι ο έρωτας πόλεμος γιαυτό και στα δύο επιτρέπονται τα πάντα. Αλλά ένα καλό κρεβάτι αξίζει να μπλέκεις σε αιώνιες αναζητήσεις? Μα γιατί να μην μπορούν οι γυναίκες να χαρούν κάποια πράγματα χωρίς να τα πνίξουν με τη λογική τους τόσο πάνω από τις δυνάμεις τους είναι????

Όχι δεν θα το σκεφτόταν παραπάνω δεν θα άφηνε τη γυναικεία πλευρά μέσα του να αρχίσει να αναλύει τα γεγονότα. Επέλεξε να φύγει....δικαίωμα της....Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε έναν αριθμό...

"Τι γίνεται όμορφε σαν το χιόνια..."
"Έλιωσαν Λένα τα χιόνια μέρες τώρα..."
"Γιαυτό με πήρες ??? επειδή "έλιωσαν"???"
"Γιαυτό....τι λες πάμε για ένα ποτό μπορείς να βγεις?"
"Αφού "λιώσαν" τα χιόνια πάμε για ένα ποτάκι μου έλειψες άλλωστε" του είπε και δώσανε ραντεβού σε ένα μπαράκι. Ντύθηκε βιαστικά πέταξε το κινητό πάνω στο καναπέ και βγήκε να πάει να συναντήσει τη Λένα.

Μια ώρα αργότερα βρισκόντουσαν δίπλα δίπλα σε ένα μπαρ που συνήθιζαν να πηγαίνουν χρόνια Παρήγγειλαν από ένα ποτό, ανάψανε από ένα τσιγάρο και άρχισαν να μιλάνε σαν μην είχε περάσει μέρα από την τελευταία φορά που βρέθηκαν...

"Καλά είσαι???"
"Μια χαρά αφού με ξέρεις εγώ δεν μασάω σε τίποτα!"
"Συγνώμη για τη τελευταία φορά ήταν λιγάκι άβολη κατάσταση..."
"Τι ζητάς συγνώμη βρε Παύλο αφού σου το πά είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό καταλαβαίνω... αν και πρέπει να ταν κάτι καλό αυτή τη φορά.... το διάβασα στο πρόσωπο σου"
"Καλό ήταν Λένα αλλά είπαμε τα χιόνια έλιωσαν...ας πούμε τίποτα άλλο..."
"Τι θες να πούμε??? Έχεις τίποτα στο πρόγραμμα τον άλλο μήνα? Θα πάει Βιένη για δουλειές και έλεγα να την κάναμε ένα σαββατοκύριακο παρέα.... θα μου δώσει  η Βιολέτα το κλειδί για το εξοχικό της στο Πήλιο...θα μπορείς να ζωγραφίσεις και στην φύση!"
"Δεν ξέρω ακόμα Λένα...με έχει ζαλίσει ο Αντώνης για μια έκθεση στην Ιταλία και ακόμα δεν έχω αποφασίσει τι θα κάνω....έχει ένα φίλο Ιταλό με γκαλερί και κανονίσανε να ανταλλάξουν κάποιους πίνακες...θα στείλει και μερικούς δικούς μου αλλά μόνο με τον όρο να πάω μαζί του Ιταλία....."
"Αν με συμπαθούσε περισσότερο ο Αντώνης θα σου λεγα να ερχόμουν και εγώ να κάνω και ψώνια αλλά δεν θα δέσει η κομπόστα...αλήθεια γιατί δεν με χωνεύει δεν το έχω καταλάβει...."
"Αφού τα έχουμε πει ο Αντώνης είναι λίγο συντηριτικούρα δεν εγκρίνει και πολύ αυτό που έχουμε..."
"Καλά μαλακίες τα λέω εγώ αυτά...γιατί δεν κοιτάνε τον εαυτό τους όλοι και ασχολούνται μαζί μας θα θελα να ήξερα..."
"Γιατί έχουμε περισσότερο ενδιαφέρον εμείς μωρό μου!" της είπε και της έσκασε ένα φιλί

Με τη Λένα όλα ήταν τόσο εύκολα....Έδινε όσα μπορούσε και έπαιρνε πίσω τα ίδια....απλά μαθηματικά γιαυτό τόσα χρόνια τώρα δεν την είχε δει ποτέ στεναχωρημένη. Είχε βρει το μυστικό της ζωής και δεν δεχόταν όποιον το αμφισβητούσε. Στην αρχή της γνωριμίας τους είχε περάσει ο ίδιος από διάφορες φάσεις....υπήρξε κάποια εποχή που την ζήλευε και αυτή η ζήλια είχε αποδώσει μερικούς από τους καλύτερους πίνακες του αλλά στην πορεία τον έμαθε να απλουστεύει αυτά που ένοιωθε και αυτό του έκανε πολύ καλό.

Κάμποσα ποτά αργότερα ξεκίνησαν για το σπίτι του Λυκαβηττού τη στιγμή όμως που αντάλλασσαν καυτά φιλιά στην είσοδο της πολυκατοικίας και ετοιμαζόντουσαν να ανεβούν το κινητό της Λένας χτύπησε...

"Έλα έξω είμαι ...με ήθελες κάτι? Θα αργήσω λιγάκι....είναι μεγάλη ανάγκη???....καλά παίρνω ένα ταξί και σε μισή ώρα είμαι εκεί τα λέμε από κοντά..."

"Παύλο πρέπει δυστυχώς να φύγω..."
"Εκείνος  ήταν???"
"Ναι πρέπει να πάω σπίτι....δεν σε πειράζει ε???"
"Όχι πήγαινε... Απόψε δεν είναι η βραδιά μου. Δύο στα δύο έφαγα πόρτα..."
"Δεν προλαβαίνω να συζητήσουμε για την πρώτη πόρτα που έφαγες και ο γυναικείος μου εγωισμό προτιμά να μην την σκέφτεται....Καληνύχτα Παύλο θα μιλήσουμε"
"Καληνύχτα Λένα" είπε και την είδε να βγαίνει από την πολυκατοικία....

Σήμερα όντως δεν τον ήθελε με τίποτα , σκέφτηκε νυσταγμένα ανοίγοντας την πόρτα του ασανσέρ για να πέσει κυριολεκτικά πάνω στην Άννα που καθόταν στο πάτωμα μπροστά στην πόρτα του με μια βαλίτσα δίπλα της.

"Τι  κάνεις εσύ εδώ? Νόμιζα πως θα έφευγες...."
"Και εγώ έτσι νόμιζα.."
"Πόση ώρα είσαι εδώ? Θα έχεις παγώσει"
"Αρκετή αλλά μην ανησυχείς δεν κρυώνω"
"Πάμε μέσα ρε Άννα που δεν κρυώνεις στο μάρμαρο Γενάρη μήνα" είπε και ξεκλείδωσε την πόρτα. Πέταξε τα κλειδιά πάνω στο πάσο της κουζίνας και της έβαλε ένα ποτό.
"Πιες αυτό να ζεσταθείς λιγάκι"
"Δεν θέλω να πιω, θέλω το μυαλό μου να είναι καθαρό..."
"Αννούλα πιες το τώρα μην αρχίσω να τα παίρνω! Τρέμεις από το κρύο!"
"Μια γουλιά μόνο..." είπε και πήρε το ποτήρι στα χέρια της.
"Γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο να έρθω?"
"Σε πήρα, αλλά είχες αφήσει εδώ το κινητό. Το άκουγα που χτυπούσε από μέσα.."
" Και γιατί περίμενες....???αν αύριο έχεις πνευμονία δεν θα φταίω εγώ..."
"Δεν θα κάτσω πολύ ήρθα να παίξουμε το παιχνίδι σου και να φύγω για εκεί που σκόπευα να πάω..."
"Άννα είναι τρεις τα ξημερώματα....είσαι κουρασμένη και παγωμένη, πήγαινε να ξαπλώσεις και τα λέμε το πρωί."
"Όχι το πρωί θα έχω φύγει. Σκέψου το ή τώρα η ποτέ.....δική σου η απόφαση!"
"Άννα!"
"Παύλο μιλάω σοβαρά! Δώσε μου ένα τσιγάρο...έχω από φοιτήτρια να καπνίσω....μέχρι να κάνω το τσιγάρο περιμένω μια απάντηση ή απόψε ή ποτέ!"


  

"Στο παραλίγο" κεφάλαιο ενδέκατο

Μια βδομάδα ζούσα τον απόλυτο παραλογισμό.Μέρες γεμάτες απορίες και προβληματισμούς....και νύχτες ... νύχτες απλά γεμάτες...νύχτες απόλυτης πληρότητας... νύχτες που το μυαλό αδρανούσε και άφηνε πίσω του όλα εκείνα που το πρωί στο γραφείο το βασάνιζαν....

Ναι ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να πάρω απαντήσεις...ίσως και να δώσω κάποιες...αλλά σαν να μην ήθελα να έρθω αντιμέτωπη ακόμα με αυτό.... περνούσα καλά...γιατί να το χαλάσω ακόμα και αν ήταν ψέμα...

Και ίσως να κρατούσε περισσότερο όλη αυτή η φάση αν τυχαία γεγονότα δεν έφερναν πιο κοντά τις αλήθειες...Από την Πρωτοχρονιά και μετά ο Παύλος σταμάτησε να ζωγραφίζει...Το πρώτο πρωινό που ξύπνησα και τον βρήκα δίπλα μου δεν κρύβω πως η γυναικεία μου αυτοπεποίθηση μια ικανοποίηση την πήρε... Τη δεύτερη άρχισα να απορώ...πάντα νόμιζα πως γι αυτόν τον άνθρωπο η ζωγραφική είναι σαν το οξυγόνο....Από την τρίτη και μετά άρχισα να ανησυχώ...Γιατί είχε σταματήσει να ζωγραφίζει??? Στην αρχή πίστεψα πως ίσως ζωγράφιζε τα πρωινά που ήμουν στην δουλειά και πως απλά για χάρη μου άλλαξε συνήθειες...Όταν όμως σε ένα τυχαίο τηλεφώνημα που βρέθηκα μπροστά τον άκουσα να λέει σε ένα φίλο του πως δεν ζωγραφίζει πια, βεβαιώθηκαν οι φόβοι μου.

Η αλήθεια είναι πως αποφεύγοντας και οι δύο να συζητάμε αυτά που μάλλον μας ενοχλούσαν όσο κοντά κι αν ερχόντουσαν μέρα με τη μέρα τα σώματα μας τόσο σταθερή απέμενε η απόσταση στο να γνωρίσουμε καλύτερα ο ένας τον άλλο...Συζητούσαμε για άσχετα πράγματα...ακούγαμε μαζί μουσική...βλέπαμε μαζί ταινίες αλλά ακόμα ερωτήσεις δεν κάναμε . Τον ήξερα λοιπόν τόσο λίγο για να μπορέσω να καταλάβω αυτή τη ξαφνική του αποχή.

Και όσο το ατελιέ του έμενε σκοτεινό να πιάνει σκόνη τόσο η περιέργεια μου να μπω μέσα δυνάμωνε... Από μια συζήτηση που είχα κάνει ένα πρωινό με την κυρά Μαργαρίτα τη γυναίκα που του καθάριζε κατάλαβα πως και εκείνη αν και τον ήξερε χρόνια ποτέ δεν είχε μπει μέσα...της το απαγόρευε λέει ρητά και εκείνη δεν τολμούσε να κρυφοκοιτάξει καν. Καλή γυναίκα η Κυρα Μαργαρίτα και νοιαζόταν για τον Παύλο. Όταν με πρωτοσυνάντησε με κοίταξε με αδιαφορία και με πολύ διακριτικότητα έκανε τις δουλειές της και έφυγε. Όταν όμως και το επόμενο πρωί με βρήκε πάλι εκεί έγινε πιο ομιλητική και πιο ζεστή απέναντι μου... Τη τρίτη φορά μου συστήθηκε και την τέταρτη την ώρα που μου έφτιαχνε καφέ μου είπε για το μυστήριο του κλειδωμένου δωματίου.

Και όσο οι απορίες μου αυξανόντουσαν μέρα με την μέρα τόσο τις ζύγιζα να δω πια είναι η πιο ακίνδυνη για να την θέσω πρώτη....Δεν φοβόμουν την απάντηση...από τον Παύλο τα περίμενα όλα...αυτό που φοβόμουν ήταν πως κάθε φορά που είχα ρωτήσει κάτι στο παρελθόν στο τέλος είχα βρεθεί αντιμέτωπη στο να πρέπει να δώσω εγώ απαντήσεις...Όταν  λοιπόν ένα απόγευμα βρεθήκαμε να χαζεύουμε στους διαδρόμους ενός βιβλιοπωλείου βιβλία με βιογραφίες και έργα ζωγράφων δεν άντεξα και ρώτησα...

"Γιατί δεν ζωγραφίζεις πια???"
"Γιατί είμαι καλά..."
"Δηλαδή???"
"Δηλαδή όταν είμαι καλά δεν ζωγραφίζω απλό είναι Άννα γιατί σε μπερδεύει?"
"Συνεχίζω να θέλω να μου το αναλύσεις λίγο παραπάνω αυτό..."
"Τα μεγαλύτερα έργα τέχνης από μουσική , λογοτεχνία, ζωγραφική, γλυπτική το ξέρεις πως φτιάχτηκαν σε περιόδους που ο δημιουργός τους βρισκόταν σε φάσεις θλίψης..απόγνωσης,..μοναξιάς...? Συνήθως τα λιγότερο υγιή συναισθήματα είναι εκείνα που πρέπει να εκτονωθούν...τα υγιή συναισθήματα δεν θέλουμε να φύγουν από μέσα μας..τα κρατάμε σαν φυλαχτό. Αφού έχω αρχίσει να πιστεύω πως οι δημιουργοί πάσης φύσεως επιδιώκουν ζωές προβληματικές για να έχει τροφή η τέχνη τους!"
"Αυτό νόμιζες πως θα έχεις μαζί μου???" αυτό που φοβόμουν είχε αρχίσει να γίνεται....σαν ντόμινο η μια ερώτηση έφερνε την άλλη....
" Την αλήθεια???? Ναι...."
" Και σε έχω απογοητεύσει???"
"Δεν ξέρω αν θα το χαρακτήριζα απογοήτευση.... αλλά σίγουρα με έχεις διαψεύσει....ας πούμε έχει περάσει μια ολόκληρη βδομάδα και επιτέλους τώρα μόλις έκανες μια ερώτηση χα χα"
"Και εσύ τι θέλεις???? Θέλεις να σε επιβεβαιώσω? ή να συνεχίσω να σε διαψεύδω???
"Εγώ θέλω να περάσεις στο ζουμί χωρίς να πηγαίνεις γύρω από αυτό....Αν δεν σε απασχολούσε καν δεν υπήρχε θέμα. Προφανώς όμως σε απασχολεί "
"Με μια λοιπόν αθώα ερώτηση και σε επιβεβαίωσα...!"
"Αννούλα από το να κρατήσεις το ότι είμαι καλά και να χορέψεις πάνω στις δάφνες σου προτίμησες από όσα σου είπα να κρατήσεις το ότι περίμενα αυτή η "σχέση" να πάρει άλλο δρόμο... αυτό σημαίνει πως ίσως μοιάζουμε πολύ περισσότερο από όσο νομίζεις! Λοιπόν...ακούω..."
"Που εδώ???? Μέσα στο βιβλιοπωλείο??? Θες να κάνουμε αυτή τη συζήτηση εδώ??"
"Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο ειδυλλιακό περιβάλλον από αυτό άσε που στο σπίτι κινδυνεύουμε να μην κάνουμε καμία συζήτηση και να καταλήξουμε στο κρεβάτι....λοιπόν περιμένω..."
"Ωραία λοιπόν.....ποια είναι η Λένα??? τι σημαίνει για σένα??? γιατί δεν με έχεις αφήσει να δω το εργαστήριο σου??? τι κρύβεται πίσω από τον πίνακα της έκθεσης?? σε αυτό το τελευταίο νομίζω αξίζω την απάντηση περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ερώτηση... "
"Μάλιστα αφοπλιστική όπως πάντα...πολλές οι ερωτήσεις σου....και οι απαντήσεις δεν λέγονται μέσα στο βιβλιοπωλείο πράγματι....περίμενα να με ρωτήσεις για πιο απλά θέματα αλλά βλέπω κατευθείαν στο ψητό. Ξέρεις φυσικά πως τις απαντήσεις δεν θα τις πάρεις τόσο εύκολα ....και πως θα πρέπει να πληρώσεις γι αυτές γιατί μπορεί να μην με ξέρεις καλά αλλά από το λίγο που με ξέρεις θα πρέπει να έχεις καταλάβει πως για να δώσω κάτι θέλω αντάλλαγμα..είσαι διατεθειμένη Άννα να πληρώσεις????"
"Είμαι!" είπα χωρίς να το σκεφτώ εκνευρισμένη ήδη με τον εαυτό μου που τα είχα θέσει όλα μαζί.
"Αχ βρε Άννα ούτε ρώτησες καν τι θέλω για αντάλλαγμα.....είσαι σίγουρη?"
"Τι μπορεί να μου ζητήσεις που δεν στο έχω δώσει ήδη??? Ναι είμαι σίγουρη επιβεβαίωσα που επιβεβαίωσα τις προβλέψεις σου για μένα κάνοντας όλες αυτές τις ερωτήσεις ας πάρω τουλάχιστον τις απαντήσεις μου!" το στόμα μου έτρεχε πριν προλάβει το μυαλό μου να αντιδράσει
"Ναι τις επιβεβαίωσες ... αλλά για να δούμε θα παίξεις το παιχνίδι που έχω σκοπό να παίξουμε μέχρι το τέλος....που ξέρεις ίσως να με διαψεύσεις σε αυτό!"
"Για να δούμε....σε ακούω"
"Αύριο το βράδυ έλα από το σπίτι .... έτσι για να σε βασανίσω απόψε δεν θα σου πω τίποτα...και για να δούμε ποιος θα λυγίσει πρώτος" είπε και μου έκλεισε το μάτι πονηρά σχεδόν σίγουρος πως εγώ θα έχανα.

Με εκνεύριζε αυτή η σιγουριά του! Μπορούσε να με κάνει να εκραγώ! Και άλλοι στο παρελθόν με είχαν αμφισβητήσει αλλά πρώτη φορά με ενοχλούσε τόσο. Εκείνο το βράδυ καθένας κοιμήθηκε σπίτι του και το να μην μου πει τι ήθελε για αντάλλαγμα προκειμένου να με βασανίσει είχε αρχίσει να δουλεύει. Γιατί γαμώτο ήμουν τόσο προβλέψιμη. Το ήξερε πως η αναμονή θα με έκανε πιο ευάλωτη επίτηδες το είχε κάνει ....γιατί όλο αυτό έμοιαζε ώρες ώρες περισσότερο με πόλεμο παρά με έρωτα...Λες και ήταν παιχνίδι επιβολής...Που πάω χριστέ μου ξυπόλητη στα αγκάθια??? Που πήγε η Άννα που καθόταν στην γωνία και περίμενε? Πόσο μου έλειπε ώρες ώρες....Μαζί του ξυπνούσε ένα κομμάτι του εαυτού μου που χρόνια προσπαθούσα να κοιμίσω...και μακάρι να ξερα ποιο από τα δύο μου κομμάτια θα επιβίωνε....

Ο ύπνος με πήρε ξημερώματα και για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες εγώ το υπόδειγμα υπαλλήλου αναγκάστηκα να επικαλεστώ του κόσμου τα ψέματα για να μην πάω στη δουλειά. Όταν ξύπνησα συνειδητοποίησα πως δεν με έπαιρνε να συνεχίσω έτσι ... αν έχανα τη δουλειά μου θα είχα μεγάλο πρόβλημα....Αφού έκανα ένα μπάνιο και ήπια έναν καφέ αποφάσισα πως όσο το συντομότερο το τερμάτιζα τόσο καλύτερα. Είχε δίκιο και σε αυτό...δεν ήμουν εγώ για τέτοια παιχνίδια! Το βασανιστήριο είχε αποδώσει! Κατέβασα από το πατάρι  μια βαλίτσα... πέταξα μέσα ότι βρήκα μπροστά μου και την έκλεισα. Πήρα τηλέφωνο την προϊσταμένη μου και την παρακάλεσα να μου δώσει 10 μέρες άδεια για προσωπικούς λόγους...δεν μου αρνήθηκε είχα άλλωστε άπειρη άδεια ...εγώ η Άννα που έλειπε σπάνια έως ποτέ.... Πήρα τους γονείς μου στο νησί να έρθουν να με πάρουν από το πρωινό πλοίο, αποφεύγοντας να τους πω τους λόγους της ξαφνικής μου επίσκεψης. Και έστειλα ένα μήνυμα ..."είχες απόλυτο δίκιο.....σε όλα! δεν ξέρω αν φυγή μου σου προσφέρει υλικό για να ζωγραφίσεις αλλά το ελπίζω....θα λείψω αρκετές μέρες. Πρέπει να ξαναβρώ τον εαυτό μου....καλά να περνάς Παύλο...τα λέμε!" Τη στιγμή που πάτησα το αποστολή η παλιά Άννα μου χαμογέλασε ικανοποιημένη και η καινούρια Άννα τσαλακωμένη  έριξε το κινητό στην τσάντα ,μπήκε στο ταξί και ξεκίνησε για τον Πειραιά....