Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

"Στο παραλίγο" κεφάλαιο δέκατο έκτο

Όταν ο Παύλος έσβησε τη μηχανή  αναρωτήθηκε αν είχε σταθεί στο σωστό σημείο. Ένας λιμενικός που είχε ρωτήσει του είπε πως στις εννιά, αυτή την εποχή με τα αραιά δρομολόγια, μόνο το πλοίο των Κυκλάδων θα έφτανε και τον έστειλε στην αντίστοιχη πύλη.Σήκωσε το γιακά του μπουφάν του και κάθισε πάνω στη μηχανή χαζεύοντας τα φώτα του Πειραιά να καθρεφτίζονται στα ήρεμα νερά του λιμανιού. "Από κάποιο νησί των Κυκλάδων ήταν λοιπόν η Άννα" σκέφτηκε και θύμωσε με τον εαυτό του που όταν έφυγε δεν την ρώτησε καν σε ποιο νησί πάει. Ποτέ του δεν κολλούσε σε λεπτομέρειες...λες και δεν τον αφορούσαν...Τα γενέθλια ας πούμε κάποιου ήταν λεπτομέρεια για τον Παύλο ακόμα και τα δικά του ξεχνούσε τις περισσότερες φορές... Δεν σε καθορίζουν σαν άνθρωπο απλές μικρές λεπτομέρειες, όπως ο τόπος καταγωγής σου...ή η ημερομηνία γέννησης σου...άλλα ήταν σημαντικά για εκείνον και άλλα πρόσεχε...Αλλά η Άννα είχε εκφράσει το παράπονό της ότι δεν ενδιαφερόταν να μάθει για εκείνη και έπρεπε να την είχε ρωτήσει μόνο και μόνο για να της κάνει το χατήρι...Αλλά εκείνη την ώρα που εκείνη ντυνόταν και ετοιμαζόταν να φύγει το μυαλό του μόνο σωστά δεν μπορούσε να λειτουργήσει...

Ναι της ταίριαζε της Άννας να είναι από νησί... είχε αυτή την αύρα που έχουν οι άνθρωποι που μεγαλώνουν περιτριγυρισμένοι από τη θάλασσα...αυτή την ελευθερία στο πνεύμα και ας τα κάλυπτε όλα αυτά τόσο έντεχνα με τις ανασφάλειες και τα στεγανά της. "Στεγανά και θάλασσα....πόσο οξύμωρο σχήμα Αννούλα διάλεξες να κλείσεις τον εαυτό σου....λες και μπαίνει η θάλασσα σε κουτί!" σκέφτηκε και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο που τόση ώρα καιγόταν μόνο του.

Είχε χρόνια να κατεβεί ο Παύλος στον Πειραιά και είχε ξεχάσει πόσο όμορφα ήταν. Τελευταία φορά ήταν πριν πέντε χρόνια τότε που είχε πάει με φίλους στην Αμοργό...οι τελευταίες του διακοπές  πριν αποφασίσει πως οι διακοπές έχουν νόημα μόνο όταν "διακόπτεις" από κάτι . Αν και εννιά παρά μια απίστευτη ησυχία επικρατούσε στο λιμάνι. Φλεβάρη μήνα ελάχιστα τα δρομολόγια... Ανάμεσα έτσι στο γκάζι ενός διερχόμενου αυτοκινήτου και την κόρνα μια μοτοσυκλέτας μπόρεσε να ακούσει ένα κύμα να σκάει σ' ένα κάβο του λιμανιού. Κατέβηκε από την μηχανή και πλησίασε τη θάλασσα. Πράγματι μικρά αλλεπάλληλα κύματα είχα αρχίσει να φτάνουν στο λιμάνι αν και στο ορίζοντα ακόμα δεν φαινόταν τίποτα. "¨Ερχεται" σκέφτηκε και θυμήθηκε τους στίχους του Ζουδιάρη  "Σου στέλνω με τ΄αγέρι χαιρετισμούς όταν θα σε χαϊδεύει να με ακούς
και να στους τραγουδάνε στον ουρανό..οι βραδυνές παρέες των αστεριών..."

Πράγματι σε λιγότερο από δέκα λεπτά ένα μικρό φωτάκι άρχισε να φαίνεται στον ορίζοντα... και όσο τα λεπτά περνούσαν το φωτάκι όλο και μεγάλωνε ...όλο και πλησίαζε. Όταν ακούστηκε η μπουρού το πλοίο περνούσε ήδη από εκεί που παλιά βρισκόταν το λιοντάρι και που τώρα το καλωσόριζε το αντίγραφό του. Μέσα σε λίγη ώρα αναστάτωση άρχισε να επικρατεί για να δέσει το τεράστιο πλοίο και να ακινητοποιηθεί. Κάπου εκεί μέσα ήταν και η Άννα και ο Παύλος ένοιωθε την προσμονή να του καίει τα σωθικά. Ευτυχώς τα οχήματα ήταν ελάχιστα και οι επιβάτες φανερά κουρασμένοι από το ταξίδι έβγαιναν σιγά σιγά από την στενή πόρτα. Δεν άργησε να την δει να ξεπροβάλει φορτωμένη και πριν εκείνη προλάβει να τον δει την είχε ήδη κλείσει μέσα στην αγκαλιά του.

"Παύλο σιγά τα τάπερ!!!!"
"Ποια τάπερ???"
"Κάτσε θα λερωθούμε με σάλτσες!!!!"
"Σάλτσες ???" είπε και άρχισε να γελάει νευρικά
Εκείνη ακούμπησε την τσάντα με τα τάπερ στην άκρη και τον κοίταξε στα μάτια
"Μην φεύγεις μακρυά μου.." της είπε σαν να ήθελε να συνεχίσει την κουβέντα εκεί που την είχαν αφήσει...
"Μην με αφήσεις να φύγω..." του απάντησε και κούρνιασε στην αγκαλιά του...


........................................................................................................................................................

Μόλις μπήκα στο σπίτι μου με τον Παύλο να με ακολουθεί φορτωμένος με την βαλίτσα και τη τσάντα με τα φαγητά αμέσως μια νοσταλγία με έπιασε για το πατρικό μου...Πόσο διαφορετικά μύριζε το σπίτι στο νησί...Έκανα ένα βιαστικό τηλεφώνημα στους δικούς μου αν τους ενημερώσω πως έφτασα καλά και βάλθηκα να ανοίγω την τσάντα με τα τάπερ...

"Ορίστε , είδες με τις αγκαλιές και τα σκαμπανεβάσματα στη μηχανή η μισή σάλτσα από το πατατάτο κατέληξε στην σακούλα!" του είπα με ψεύτικο θυμό
"Πατατάτο???? Πες μου πως είσαι από την Αμοργό...."
"Αν με είχες ρωτήσει θα στο είχα πει από την πρώτη μέρα!"
"Απίστευτο και μετά σου λένε να μην πιστεύεις στις συμπτώσεις....στην Αμοργό πέρασα τις τελευταίες μου διακοπές πριν πέντε χρόνια...θα μπορούσα να σε είχα γνωρίσει τότε..."
" Όχι Παύλο γιατί ακόμα και αν ήμουν στο νησί τότε το πιθανότερο είναι να μην με πρόσεχες καν....εκτός και αν είχες κρεμασμένο στο λαιμό σου κάποιον από τους πίνακες σου πράγμα που αμφιβάλλω..."
"Έχεις δίκιο....τόσο επιφανειακός είμαι....όταν το ακούω ξέρεις με ενοχλεί, αλλά είναι αλήθεια..."
"Δεν ξέρω αν είσαι επιφανειακός αλλά και εγώ δεν είμαι και καμία καλλονή οπότε ίσως η αλήθεια είναι κάπου στην μέση..."
"Μα Άννα τώρα είναι τόσο διαφορετικά τα πράγματα...μακάρι να μπορούσα να σε κάνω να το καταλάβεις.."
"Το ξέρω Παύλο δεν το λέω ούτε με μεμψιμοιρία, ούτε με παράπονο....άστα αυτά τώρα...πεινάς???? τι λες θα φάμε ότι απέμεινε??? Αλήθεια έτρωγες??? Τρεις μέρες έλειψα και σε βρίσκω πιο αδύνατο απ ότι σε άφησα!"
"Εσύ από την άλλη μια χαρά είσαι...Πιο φρέσκια και δροσερή από ποτέ....μακρυά μου ανθίζεις???"
"Καλά ας είχες και εσύ την κυρα Θοδώρα μάνα και ας μην έτρωγες να την ακούς να κλαψουρίζει τρεις ώρες μετά....δεν είχα επιλογή ή θα έτρωγα ότι μου έδινε ή θα έπρεπε να της μιλήσω και επέλεξα να τρώω!'
"Χα χα "
"Άσε τα γέλια και κάτσε να φας πάω να κάνω ένα μπάνιο και έρχομαι νιώθω λες και όλη η βρώμα του πλοίου είναι πάνω μου!...... τι με κοιτάς σαν παραπονεμένο γατί??? Παύλο!!! έλα μην με κοιτάς έτσι δεν ταιριάζει στο αρρενωπό και αλαζονικό προφίλ σου είναι σχεδόν αστείο...καλά...πάμε να κάνουμε μπάνιο παρέα..." είπα και αναστέναξα βλέποντας τον να γελάει με αυτό το γέλιο της επιτυχίας που τόσο του πήγαινε...Και το μπάνιο κράτησε παραπάνω από όσο θα έπρεπε...και το πατατάτο έμεινε πάνω στο πάγκο της κουζίνας να μας περιμένει υπομονετικά ....

Τώρα που τα φέρνω λίγα λίγα πίσω στο μυαλό μου συνειδητοποιώ πως εκείνη η συζήτηση ήταν ίσως η πρώτη λογική συζήτηση που έκανα με τον Παύλο...Μια συζήτηση σαν αυτή που κάνουν τα κανονικά ζευγάρια αλλά τότε είχε έρθει τόσο ομαλά και τόσο αβίαστα που δεν μου είχε κάνει καμία εντύπωση. Όχι εκείνο το βράδυ δεν λογομαχήσαμε....δεν κοντραριστήκαμε... δεν μιλήσαμε καν για όλα όσα είχαν προηγηθεί....Κάναμε έρωτα...φάγαμε...ξανακάναμε έρωτα και κοιμηθήκαμε αγκαλιά λες και όλα αυτά ήταν κομμάτι της καθημερινότητας μας, λες και ήμασταν χρόνια μαζί...

Και έτσι ακολούθησαν και οι επόμενες μέρες....Εγώ διέκοψα την άδεια μου και γύρισα στη δουλειά...Πότε μέναμε στο σπιτάκι στο Κουκάκι, πότε στο σπίτι στο Λυκαβηττό. Ο Παύλος ερχόταν και με έπαιρνε από τη δουλειά όταν σχολούσα και κάναμε βόλτες στην Αθήνα. Μέχρι και σε αποκριάτικο πάρτι πήγαμε και γελούσαμε σαν παιδιά. Άλλα βράδια έμενε μέχρι το ξημέρωμα δίπλα μου και άλλα σηκωνόταν σιγά σιγά και κλεινόταν στο ατελιέ... Ζωγράφιζε και πάλι αλλά πάντα νύχτα..Είχα αρχίσει να συνηθίζω αυτή του την ιδιαιτερότητα. Συνέχιζε να μην με αφήνει να μπω στο ατελιέ αλλά και εγώ δεν τον πιέζα. Κουβέντα για το γυμνό σκίτσο δεν μου ξανάκανε και μια ανακούφιση την ένοιωθα γιαυτό. Η Λένα τον πήρε μια φορά τηλέφωνο και εκείνος της είπε κάτι για χιόνια που δεν κατάλαβα...Έκτοτε δεν τον ξαναενόχλησε. Και οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα γεμάτες μικρές όμορφες στιγμές και οι νύχτες γινόντουσαν όλο και πιο παθιασμένες καταρρίπτοντας τον κανόνα που θέλει το πάθος αντιστρόφως ανάλογο του χρόνου....

Όχι δεν τον είχα αλλάξει ...στιγμή δεν το πίστεψα αυτό...Μόνος του είχε επιλέξει να είναι έτσι....περνούσε καλά και απλά το άφηνε να συμβαίνει....Έβαλα κυριολεκτικά λοιπόν και εγώ στην άκρη κάθε ενδοιασμό και περνούσα καλά χωρίς να ασχολούμαι με όλα εκείνα τα "σκοτεινά" που στέκονταν από πάνω μας και μας παρακολουθούσαν . Εκείνες τις μέρες ένιωθα πως ήμουν πιο δυνατή από αυτά και απολάμβανα όλα όσα με τόσο αντιφατικό τρόπο είχα κερδίσει....

Εκείνο το απόγευμα αρχές Μαρτίου την ώρα που σχόλασα και βγήκα από την εταιρεία η χαρά μου που είδα τον Γιάννη να με περιμένει απ έξω ήταν τόσο μεγάλη που δεν έβλεπα τίποτα άλλο. Σαν τρελή έτρεξα και χώθηκα στην αγκαλιά του γεμίζοντας τον φιλιά και μόνο ο εκκωφαντικός ήχος της μηχανής που χανόταν ανάμεσα στα αυτοκίνητα ήταν αρκετός για να με ταρακουνήσει και να με προϊδεάσει πως μια καινούρια μπόρα σύντομα θα μου χτυπούσε την πόρτα....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: