Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Το παιχνίδι κεφάλαιο 3

"Μαμά να μην ξεχάσεις να βάλεις μέσα στην βαλίτσα και τα ποδοσφαιρικά μου παπούτσια!" ακούστηκε η φωνούλα από το σαλόνι και η Μαρία έσκυψε κάτω από το κρεββάτι, να βγάλει το κουτί με τα ποδοσφαιρικά παπούτσια. Η βαλίτσα με δυσκολία θα έκλεινε. Απίστευτο πόσα πράγματα θεωρούσε απαραίτητα ένα επτάχρονο για δύο εβδομάδες στο χωριό. Όταν εκείνη ήταν μικρή και πήγαινε διακοπές, το μόνο που ήθελε μαζί της ήταν το μαγιό της, τις σαγιονάρες της, και το φορεματάκι με τα κροσάκια που δεν το έβγαζε από πάνω της. Και τώρα μια βαλίτσα τεραστίων διαστάσεων, την κοιτούσε ορθάνοιχτη,  γεμάτη με βιντεοπαιχνίδια , κόμικ, ρούχα, μαγιό, παπούτσια, αντηλιακά, αντικουνουπικά και χίλια δυο άλλα πράγματα, που το πιθανότερο ήταν να μην χρησιμοποιηθούν ποτέ.

Κάθισε πάνω στην βαλίτσα μήπως και καταφέρει να την κλείσει, αλλά μάταιος ο κόπος. Έβγαλε μερικά πράγματα και έτρεξε να φέρει ακόμα έναν σάκο για να τελειώσει το  πακετάρισμα. Η ώρα κόντευε πέντε και σε λιγότερο από μια ώρα, θα ερχόταν εκείνος να πάρει τον μικρό να τον πάει στο πατρικό του στο χωριό, για να περάσει δύο εβδομάδες με τους παππούδες του. Από κοινού είχαν συμφωνήσει, πως οι δικές τους επιλογές δεν θα έπρεπε να επηρεάσουν, όσο τουλάχιστον γινόταν, την καθημερινότητα του παιδιού. Και κάθε χρόνο από τότε που γεννήθηκε ο μικρός, περνούσε απαραιτήτως δύο εβδομάδες στο χωριό. Το πρώτο καλοκαίρι μετά το διαζύγιο η Μαρία δυσκολεύτηκε να τον αποχωριστεί, αλλά επειδή και η ίδια ήξερε πως τα πεθερικά της ήταν καλοί άνθρωποι, δεν ήθελε να τιμωρήσει εκείνους για όλα όσα είχαν γίνει. Με δυσκολία λοιπόν δέχτηκε να πάει ο μικρός και όσο μιλούσαν στο τηλέφωνο και τον άκουγε πόσο χαρούμενος και ευτυχισμένος ήταν εκεί, ήξερε πως είχε κάνει το σωστό. "Δεν θέλω να κρεμαστώ πάνω του... περνάει και εκείνος τόσα πολλά. Δεν θέλω να τον φορτώνω και με τα δικά μου" είχε πει στον Μανώλη κλαίγοντας, όταν εκείνος την ρώτησε γιατί είχε δεχτεί αφού την στεναχωρούσε τόσο η απουσία του. Γιατί η Μαρία προσπαθούσε όσο μπορούσε, να κάνει το διαζύγιο να μην φαίνεται το τέλος του κόσμου στα μάτια του μικρού αγοριού και ας ένιωθε η ίδια, πως η ζωή όπως την ήξερε είχε μια για πάντα γκρεμιστεί.

"Μαμά ακόμα να την κλείσεις??? Θα έρθει ο μπαμπάς και δεν θα είμαι έτοιμος!!! Το μαγιό το μπλε το έβαλες?? Τα βατραχοπέδιλα μου????"
"Επειδή τα έβαλα γιαυτό δεν μπορώ να την κλείσω! Μα σοβαρά τώρα, τι τα χρειάζεσαι τόσα πράγματα???"
"Έλα ρε μαμά... και να σου πω, ο παππούς φέτος θα με πάρει μαζί για ψάρεμα το βράδυ. Μου το υποσχέθηκε, είπε πως είμαι πια αρκετά μεγάλος, αλλά μου είπε στο τηλέφωνο ότι θα σε ρωτήσει αν με αφήνεις. Κανόνισε να του πεις ότι με αφήνεις..."
"Ορέστη μου σε παρακαλώ, μην μου κάνεις τέτοια τώρα...θες να έχω το μυαλό μου εκεί???? Να πάτε μέρα με τον παππού για ψάρεμα"
"Ρε μαμά δεν είναι το ίδιο!! Έλα τώρα, σε παρακαλώ! Υπόσχομαι να προσέχουμε..."
"Καλά θα το συζητήσω και με τον μπαμπά σου και θα δούμε"
"Ο μπαμπάς με αφήνει το ξέρω! Εσύ είσαι η φοβητσιάρα!"
"Εγώ??? Φοβητσιάρα???"
"Ναι όλα τα κορίτσια είσαστε!!"
"Μπα και ποιος το λέει αυτό???"
"Όλοι το ξέρουν ρε μαμά ότι τα κορίτσια είσαστε φοβητσιάρες! Εσύ βέβαια είσαι η πιο φοβητσιάρα από όλες! Ορέστη μην ανεβαίνεις στο μονόζυγο...Ορέστη μην κάνεις βουτιές θα πάθεις ωτίτιδα...Ορέστη μην τρέχεις με το ποδήλατο θα πέσεις....Όλο τέτοια μου λες!"
"Επειδή σε αγαπάω και δεν θέλω να πάθεις κάτι είμαι φοβιτσιάρα???"
"Αμάν ρε μαμά και εγώ σε αγαπάω αλλά δεν σε καταπιέζω "μην" το ένα και "μην" το άλλο. Αν και εσύ δεν κάνεις και τίποτα γιατί φοβάσαι!"
"Α ναι αυτό νομίζεις??? Και γιατί με έβαλες τότε να κόψω το τσιγάρο???"
"Πω πω μαμά ώρες ώρες είσαι εντελώς χαζή. Άλλο το ένα άλλο το άλλο. Το τσιγάρο κάνει κακό στην υγεία σου, μας το είπαν στο σχολείο.. Οι βουτιές έχουν πλάκα, το τσιγάρο βρωμάει και δεν έχει καθόλου πλάκα! Άντε τώρα πολυλογία σε έπιασε!"

Η Μαρία κοίταξε με καμάρι τον γιο της να προσπαθεί να κλείσει την βαλίτσα. Πόσο είχε μεγαλώσει και πόσο σοφός είχε αρχίσει να γίνεται. Το επτάχρονο παιδί της μπορούσε και την αποστόμωνε,  και όσο και αν την εκνεύριζε αυτό, βαθιά μέσα της χαιρόταν που εξελισσόταν σε ένα τόσο υγιή έφηβο. Γιατί ο Ορέστης είχε δίκιο.....η Μαρία από παιδί ήταν φοβητσιάρα...πως όμως να μην ήταν όταν ο πατέρας της ήθελε να ελέγχει τα πάντα και η μάνα της απλά παρακολουθούσε εκείνον να παίρνει μόνος του αποφάσεις που επηρέαζαν την ζωή και των τριών. Και όταν κάποιος τολμούσε να αμφισβητήσει τις επιλογές του, τότε ερχόταν η βία συνήθως λεκτική για να ξαναμπούν τα πράγματα στην θέση τους. Ναι το φοβισμένο εκείνο κοριτσάκι δεν είχε μπορέσει ποτέ να αποτινάξει από πάνω του εντελώς τον φόβο... Θα τον άφηνε να πάει για βαρκάδα με τον παππού του... θα το συζητούσε και με τον Χρήστο αλλά καταβάθος ήξερε πως το μόνο που δεν ήθελε ήταν οι δικοί της φόβοι να ψαλιδίσουν τα φτερά του παιδιού της. Όχι ο Ορέστης θα χάραζε δική του πορεία και δεν θα πατούσε πάνω στα δικά της χνάρια. Ο ήχος του κουδουνιού την έβγαλε από τις σκέψεις της.

"Μπαμπά!!!! Λοιπόν είμαι έτοιμος, φεύγουμε???"
"Δεν κρατιέσαι βλέπω. Κάτσε να μιλήσω λίγο στη μαμά και φύγαμε. Τι κάνεις Μαρία?"
"Καλά είμαι. Τα πράγματα του είναι έτοιμα. Μου ζήτησε να τον αφήσουμε να πάει για ψάρεμα με τον πατέρα σου, τι λες εσύ?"
"Μα αφού έχει ξαναπάει..."
"Όχι πρωινό, νυχτερινό ψάρεμα με την βάρκα..."
"Ναι ρε μπαμπά όπως πήγαινες και εσύ έλα πες ότι με αφήνετε!!!"
"Δεν ξέρω....Μαρία ???'
"Εγώ λέω εντάξει, αρκεί να προσέχουν και να ακούει τον παππού του"
"Μανούλα μου γλυκιά!" είπε το αγόρι και την πήρε αγκαλιά γεμίζοντας την φιλιά
"Καλά αφού η μαμά δεν έχει πρόβλημα θα συνεννοηθώ με τον παππού μόλις φτάσουμε"
"Χρήστο πάρε, αυτό είναι το καινούριο μου νούμερο στο κινητό, δώσε το και στους γονείς σου να μπορούν να με βρουν αν χρειαστεί κάτι."
"Τι έπαθε το παλιό σου νούμερο??"
"Η μαμά έσπασε το κινητό της και πήρε καινούριο!"
"Και νούμερο γιατί άλλαξες?? Το ξέρεις πως μπορούσες να το κρατήσεις ακόμα και αν είχε καταστραφεί η κάρτα sim"
"Το ξέρω απλά ήθελα να το αλλάξω....Άντε ξεκινήστε τώρα να μην σας πιάσει η νύχτα και μόλις φτάσετε να με πάρετε τηλέφωνο να είμαι ήρεμη ότι φτάσατε καλά"
"Ναι ναι. Μπαμπά πάρε την μεγάλη βαλίτσα εσύ και εγώ θα πάρω το μικρό σάκο"
"Μα καλά πέτρες κουβαλάς ρε Ορέστη. Τα λέμε" είπε ο Χρήστος και βγήκε από την πόρτα
"Άντε γεια μαμά!"
"Μισό λεπτό! Τι άντε γεια είναι αυτό? Δύο εβδομάδες θα λείψεις κάθαρμα, μια αγκαλιά και ένα φιλί στην μάνα σου τώρα!"
"Ωχου μαμά είμαι μεγάλος άντρας τώρα. Μανία με τα φιλιά" είπε το αγόρι και αν και δήθεν απρόθυμα πήγε στην Μαρία, την ώρα που την αγκάλιασε, την έσφιξε λίγο παραπάνω. Και εκείνη ήξερε πως όσο καλά και αν περνούσε, καταβάθος θα του έλλειπε και εκείνου.

Από το παράθυρο είδε το αμάξι να φεύγει και μόλις μπήκε μέσα στο σπίτι, διαπίστωσε για ακόμα μια φορά, πόσο άδειο έμοιαζε χωρίς τον Ορέστη. Έβαλε ένα παγωμένο τσάι και έκατσε στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Θυμήθηκε πως κάποτε περίμεναν με τον Χρήστο πως και πως να πάνε τον Ορέστη στο χωριό, για να μείνουν και πάλι οι δύο τους. Αυτές τις δύο εβδομάδες κάθε καλοκαίρι, γινόντουσαν και πάλι το ερωτευμένο ζευγάρι που είχε πρωτογνωριστεί μέσα σε ένα παλαιοπωλείο πάνω από κάτι παλιούς δίσκους βινυλίου. Δεν προλάβαιναν να παρκάρουν το αμάξι κάτω από το σπίτι για να αρχίσουν τα χάδια και τα φιλιά. Λες και το παιδί, για ένα περίεργο λόγο, έβαζε την λίμπιντο τους σε χειμερία νάρκη. Και τώρα το παιδί θα πήγαινε στο χωριό και εκείνη απόψε θα κοιμόταν και πάλι ιδρωμένη, όχι όμως και χορτασμένη από τα χάδια στην αγκαλιά του Χρήστου όπως τότε. Ιδρωμένη και ολομόναχη, σκέφτηκε και έψαξε μηχανικά στο συρτάρι για το πακέτο με τα τσιγάρα. Η καινούρια συσκευή έβγαλε ένα πνιχτό ήχο κάνοντας την να ξαναβάλει το πακέτο στην θέση του νιώθοντας άσχημα για την προδοσία στο πρόσωπο του Ορέστη που ετοιμαζόταν να κάνει.

"Που είσαι όμορφη???"
"Που να μαι ρε Μανωλάκη εδώ. Μόλις πήρε ο Χρήστος τον μικρό για το χωριό. Εσύ τι κάνεις???"
"Καλά είμαι, έπεσε λίγο η δουλειά και είπα να εγκαινιάσω το καινούριο σου νούμερο!'
"Καλά έκανες. Θα περάσω μέσα στην εβδομάδα να μου δώσεις και μερικά τηλέφωνα που είχα αποθηκευμένα στην συσκευή, γιατί αυτά που είχα στην κάρτα ο τύπος στο μαγαζί έκανε κάτι μαγικά και μου τα έσωσε!"
"Απόψε τι κάνεις??? Γιατί δεν έρχεσαι να πιούμε κανένα ποτάκι? Παρασκευή είναι... αύριο δεν δουλεύεις"
"Δεν ξέρω ρε Μανώλη, δεν έχω πολύ όρεξη κάνει και απίστευτη ζέστη"
" Καλά δεν επιμένω αν αλλάξεις γνώμη εδώ θα είμαι εγώ. Να σου πω κάνα νέο είχες από το μανιακό σου???"
" Ευτυχώς μια εβδομάδα  τώρα ησυχία. Άλλαξα και νούμερο και δεν το έχω περάσει ακόμα στα αρχεία της δουλειάς, οπότε και να θέλει δεν θα μπορεί να το βρει. Αν και νομίζω πως τέλειωσε η υπόθεση..."
"Και είσαι εντάξει που τελείωσε???"
"Φυσικά και είμαι εντάξει!" είπε και τη στιγμή που το ξεστόμισε κατάλαβε πως δεν θα έπειθε ούτε τον Ορέστη με τον τρόπο της.
"Καλά σε κλείνω. Αν βαρεθείς και σκεφτείς να κόψεις τις φλέβες σου, έλα από εδώ να σε μεθύσω να στανιάρεις!"
"Χαχαχαχα φιλάκια Μανώλη μου"

Ακούμπησε την καινούρια συσκευή πάνω στο γραφείο και την κοίταξε μελαγχολικά. Τι καλά ήταν τότε που δεν υπήρχαν τα κινητά...Τότε που δεν ήξερες αν κάποιος σε σκεφτόταν ή όχι. Τότε που ζούσες με την προσμονή και την απορία. Τώρα πια με αυτά τα μαραφέτια ήξερες....ήξερες πως όσο η συσκευή έμενε βουβή, αυτό αυτόματα σήμαινε πως δεν έλλειπες σε κανένα.

Μέχρι τις εννιά είχε μαζέψει όλο το σπίτι. Είχε διαβάσει εκατό σελίδες από το βιβλίο της. Είχε μαγειρέψει κάτι πρόχειρο και είχε ανοίξει και κλείσει το συρτάρι με τα τσιγάρα πάνω από χίλιες φορές. Ο Ορέστης είχε φτάσει στο χωριό αν και από τον ενθουσιασμό του το μόνο που της είπε στο τηλέφωνο ήταν ένα ξερό "μαμά φτάσαμε καληνύχτα" και το έκλεισε όσο πιο βιαστικά γινόταν. Άνοιξε την τηλεόραση αλλά τίποτα δεν μπορούσε να της αποσπάσει την προσοχή.... την έκλεισε και άνοιξε το ραδιόφωνο. Έβαλε μια βότκα με λεμόνι και πολλά παγάκια και κάθισε και πάλι στην πολυθρόνα. Μετά την πρώτη γουλιά η ανάγκη για τσιγάρο ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο.  Με την πλάτη γυρισμένη άπλωσε το χέρι της στο συρτάρι και ψαχουλεύοντας στα τυφλά έπιασε το πακέτο και ένα τετράγωνο χαρτάκι μαζί. Μόλις το έφερε μπροστά τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Αυτό που είχε ψαρέψει από το συρτάρι μαζί με τα τσιγάρα ήταν η επαγγελματική κάρτα του τρελού. Σχεδόν είχε ξεχάσει πως στην πρώτη συνάντηση τους τις είχε μοιράσει και δεν θυμόταν καθόλου πότε την είχε πετάξει μέσα στο συρτάρι. Αυτό το συρτάρι άλλωστε ήταν το προσωπικό της χάος, ο μόνος χώρος που επέτρεπε την απόλυτη αταξία. Εκεί μέσα πετούσε αποδείξεις, κάρτες, λογαριασμούς,  τσίχλες, καραμέλες και φυσικά πίσω πίσω το λαθραίο πακέτο με τα τσιγάρα.

Άρης λεγόταν ο τρελός και ακόμα και η κάρτα του, έβγαζε κάτι από την έπαρση του. "Να δεις που το Άρης βγαίνει από το παπάρης"  σκέφτηκε και γέλασε μόνη της.  Άναψε ένα τσιγάρο και έκλεισε τα μάτια από την απόλαυση. Όχι θα το απολάμβανε και ας ήξερε πως ήταν λάθος. Πάντα άλλωστε οι ενδοιασμοί της κρατούσαν μέχρι να κάνει τσαφ ο αναπτήρας. Έπαιξε λιγάκι νευρικά με την κάρτα και αναρωτήθηκε, γιατί αυτός ο τύπος είχε εισβάλει στο μυαλό της παρενοχλώντας την μοναδική στιγμή απόλαυσης εκείνης της ημέρας. Με μια αποφασιστική κίνηση έκοψε την καρτούλα σε μικρά κομματάκια και σαν χαρτοπόλεμο την πέταξε ψηλά.  Και όσο τα μικρά κομματάκια πέφταν πάνω της εκείνη γελούσε χαρούμενη με την πράξη της.

Δυο βότκες και μισό πακέτο τσιγάρα μετά ένιωθε χάλια. Το στομάχι της την πονούσε και τα μαλλιά της μύριζαν σαν τεκές. Κάποτε όσο και να κάπνιζε η μυρωδιά δεν την ενοχλούσε...πλέον όμως την ενοχλούσε λες και καθόταν στα ρουθούνια της για να της θυμίζει την αδυναμία της να το κόψει εντελώς. Αηδιασμένη με τον εαυτό της, άνοιξε την κουρτίνα να αεριστεί το δωμάτιο και έμεινε παγωμένη όταν είδε και πάλι το μαύρο αυτοκίνητο παρκαρισμένο από κάτω.

Για τη συνέχεια πατήστε εδώ 

   
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: