Τρίτη 26 Μαΐου 2015

XL story: κεφάλαιο τέταρτο

 Βουνό με βουνό δεν σμίγει... Ή μήπως σμίγει;

Η πρώτη φορά που συνάντησε η Αγγελική την Αιμιλία πιο επεισοδιακή δεν θα μπορούσε να είναι. Εκείνη έτρεχε σκυφτή στον διάδρομο της πτέρυγας μία τα ξημερώματα, κρατώντας ένα νεφροειδές με χάπια, όταν ένιωσε να σκάει πάνω σε τοίχο. Ζαλισμένη από την αναπάντεχη σύγκρουση έτριψε το καρούμπαλο στο κεφάλι της και σαστισμένη προσπάθησε να μαζέψει τα χάπια από το πάτωμα, όταν πρόσεξε την άλλη πεσμένη γυναίκα και έτρεξε να την βοηθήσει να σηκωθεί. Αφού ζήτησε χίλια συγνώμη κατακόκκινη από την ντροπή της, άκουσε ένα τρανταχτό γέλιο να ηχεί δορυφορικά μέσα στους διαδρόμους και όταν το γέλιο σταμάτησε, άκουσε μια μπάσα φωνή να της λέει "και μετά σου λένε βουνό με βουνό δεν σμίγει" και δώστου ένα δεύτερο κύμα γέλιου ακόμα πιο τρανταχτό, που ακόμα και ο κατατονικός ασθενής του θαλάμου 213 σχεδόν σάλεψε.

Λένε πως οι φιλίες ευδοκιμούν στα πιο παράξενα μέρη και αυτή η συγκεκριμένη φιλία, που γεννήθηκε με δύο καρούμπαλα, μέσα σε ένα "τρελοκομείο", όχι απλά ευδοκίμησε, αλλά έβγαλε και ρίζες και πέταξε ανθάκια μέσα στους επόμενους μήνες. Η Αιμιλία, λίγα χρόνια μεγαλύτερη της Αγγελικής, σχεδόν κάθε απόγευμα επισκεπτόταν τον πατέρα της για κάποιες ώρες. Τον πατέρα της, που μετά από το θάνατο της μητέρας της, είχε πέσει σε μια βαριάς μορφής κατάθλιψη, αρνούμενος ακόμα και να μιλήσει. Παρόλαυτα η Αιμιλία ερχόταν με συνέπεια κάθε απόγευμα και ας μιλούσε μονάχη της. Ερχόταν πάντα χαμογελαστή και κοκέτα και ας πλησίαζε τα κυβικά της Αγγελικής. Ερχόταν, καθόταν δύο ώρες στο δωμάτιο του και μετά περνούσε από την στάση αδελφών να χαιρετίσει λίγο την Αγγελική και να πει έστω δύο κουβέντες σε μορφή διαλόγου, μετά από δύο ώρες ατελείωτου μονολόγου. Το πρώτο εκείνο βράδυ της συνάντησης τους ήταν και το βράδυ που είχε εισαχθεί ο μπαμπάς της, έμαθε αργότερα η Αγγελική και απόρησε για το χιούμορ με το οποίο αντιμετώπιζε η Αιμιλία τις δυσκολίες της ζωής. Με το καιρό και όσο οι δύο γυναίκες γνωρίζονταν καλύτερα, κατανόησε πως απλά αυτή ήταν η Αιμιλία. Ο πιο αλέγκρος, χαμογελαστός και θετικός άνθρωπος που είχε συναντήσει και ίσως η μοναδική πραγματική φίλη που είχε κάνει στη ζωή της.

Όταν δε ήρθε η ώρα να μεταφερθεί ο μπαμπάς της Αιμιλίας σε οίκο ευγηρίας, μιας και το νοσοκομείο αδυνατούσε να του προσφέρει κάτι παραπάνω, αντάλλαξαν στοιχεία και σύντομα άρχισαν να συναντιόνται εκτός νοσοκομείου.

Σε έναν απο του πρώτους εκείνους καφέδες εκτός νοσοκομείου η Αιμιλία δεν άντεξε και με τον αυθορμητισμό που την χαρακτήριζε, ρώτησε την Αγγελική.

"Καλά ρε Άντζυ, κανένα καλό γιατρουδάκι, σε αυτό το μπάχαλο που αποκαλείτε δημόσιο νοσοκομείο δεν παίζει; Δυο μήνες εκεί μέσα, θόλωσε το μάτι μου με όλα τα απολιθώματα που έχετε για γιατρούς. Απορώ πως την παλεύεις!"
"Αιμιλία, ντροπή!"
"Γιατί καλέ ντροπή; Για οφθαλμόλουτρο μίλησα, όχι για ξεπέτες!"
"Αιμιλία!!!!"
"Αχ βρε Άντζυ, πολύ παρθενώπη μου το παίζεις και δεν θα τα πάμε καλά. Καλέ εσύ κοκκίνησες. Πες μου ότι έχεις φτάσει 35 χρονών και δεν έχεις δει χαρά στα σκέλια σου;"
"Σώπα βρε Αιμιλία. Δεν θέλω να το συζητήσω..."
"Όχι, δεν σωπαίνω! Βρε πας καλά; Ήμαρτον Θεέ μου!"
"Η συζήτηση με κάνει και νιώθω άβολα."
"Μα δεν φταίει γλυκιά μου η συζήτηση. Το κλούβιο σου το κεφάλι φταίει! Γιατί καλέ ταγμένη σε έχουν;"
"Ώχου!!! Κάτι έχω κάνει, αλλά δεν άξιζαν και ιδιαίτερα. Ικανοποιήθηκες;"
"Άσε τα ώχου σε μένα! Αυτά τα πράγματα δεν είναι λαχείο που περιμένεις να κληρώσει το καλό το πράγμα ρε. Αυτά πρέπει να τα προκαλείς και λιγάκι."
"Ε, δεν έχουμε όλοι τη δική σου χάρη ρε Αιμιλία..."
"Άρχισες τις μαλακίες τώρα μου φαίνεται. Σιγά μην είναι αυτό και κληρονομικό χάρισμα. Λοιπόν δύο τινά υπάρχουν. Ή σε αφήνω στο έλεος σου, να πιάνουν αράχνες μέρη που δεν έπρεπε να πιάνουν σε αυτή την ηλικία ή σε ξεκινάω εντατικά μαθήματα, μπας και γίνεις άνθρωπος. Και αν και ξέρω, από τους λίγους μήνες που σε γνωρίζω, πως θα μου τα σπάσεις τα νεύρα, επειδή κάτω από το θεϊκό αυτό κορμί που βλέπεις, κρύβεται ένας καλός άνθρωπος, μάλλον θα επιλέξω το δεύτερο!"

Και κάπως έτσι ξεκίνησε μια σειρά μαθημάτων της μιας προς την άλλη. Το βουνό νούμερο ένα μιλούσε και το βουνό νούμερο δύο γοητευμένο, κρατούσε σημειώσεις. Γιατί η Αγγελική στο πρόσωπο της Αιμιλίας έβλεπε έναν άνθρωπο ακομπλεξάριστο, έναν άνθρωπο υγιή, έναν άνθρωπο ζωντανό, που ζούσε τη ζωή του στο έπακρο χωρίς να επηρεάζεται από τη γνώμη των άλλων. Έναν άνθρωπο που κυνηγούσε τα θέλω του και εκείνη είχε βαρεθεί, είχε ειλικρινά βαρεθεί, να τρώει όλη μέρα καρότα και μαρούλια και να αποκοιμιέται κάθε βράδυ μονάχη της και παγωμένη, αγκαλιά με ασημόχαρτα από σοκολάτες.    

Για τη συνέχεια πατήστε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: