Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ: κεφάλαιο τρίτο


Οι πρώτες εβδομάδες στο σπίτι ήταν μαρτυρικές για την Έρη. Πράγματι η θεωρία από την πράξη απείχαν χιλιόμετρα και μίλια. Το ηλικιωμένο ζευγάρι ήταν ευγενικό σε γενικές γραμμές, αλλά αρκετά παράξενο. Η παραξενιά του όμως δεν θύμιζε άλλους ηλικιωμένους και αυτό ήταν που έκανε την Έρη να προβληματίζεται. Σε αντίθεση με τη δική της γιαγιά που δεν βαριόταν να μιλάει για το παρελθόν, σε βαθμό που ευχόσουν να υπήρχε κάπου πάνω της κουμπί σίγασης, αυτά τα δύο γεροντάκια σπάνια της απεύθυναν τον λόγο. Όποτε η Έρη έμπαινε στο χώρο, εκείνα σταματούσαν ακόμα και να συνομιλούν μεταξύ τους. Αυτό όμως δεν ήταν εκείνο που την κούραζε. Την άντεχε τη σιωπή και ακόμα και την έμφυτη περιέργεια της, μπορούσε να την ελέγξει.

Αυτό που την τσάκιζε συναισθηματικά και σωματικά ήταν τα αλλάγματα του κυρίου Μενέλαου. Όχι, δεν ήταν σιχασιάρα. Το είχε δουλέψει άλλωστε μέσα της πως αυτό θα ήταν στο πρόγραμμα από την πρώτη στιγμή που είχε διαβάσει την αγγελία. Σε ένα βαθμό ίσως και να το αποζητούσε... Το ήξερε πως δεν θα ήταν ένα μωρό, όπως το μωρό που είχε χάσει, αλλά θα έμοιαζε λίγο η διαδικασία. Τα ξεσπάσματα όμως του ίδιου, η άρνηση του να αποδεχτεί πως αυτό πλέον αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας του, αυτό έκανε το θέμα τόσο δύσκολο. Εκείνες τις ώρες δεν ήξερε ποιον από όλους τους να λυπηθεί περισσότερο. Τον εαυτό της που έβγαινε μελανιασμένος από τις σπρωξιές που της έδινε, την κυρία Ερασμία που έκλαιγε και του γλυκομιλούσε καθ' όλη τη διάρκεια ή εκείνον που σαν αγρίμι σε κλουβί μαχόταν για την χαμένη του αξιοπρέπεια. Γιατί αν κάτι είχε καταλάβει για τον κύριο Μενέλαο η Έρη ήταν αυτό. Μια ψυχή αγριμιού φυλακισμένη σε ένα ανήμπορο, γέρικο σώμα ήταν. Και κάθε φορά όταν τελείωναν, η κυρία Ερασμία την έδιωχνε από το δωμάτιο. Ώρες της έπαιρνε να τον κάνει να ξεθυμώσει με την κατάντια της ζωής του.

Και εκείνη όμως δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Μπορεί να ήταν λίγο πιο φιλική, να της έδινε λεπτομερείς οδηγίες γύρω από το μαγείρεμα, δείχνοντας ανοχή στα λάθη και την απειρία της, όταν όμως κατέβαζε διακόπτες το μυαλό της, το σπίτι της ησυχίας γινόταν βατερλό. Την πρώτη φορά που την είχε βρει να στέκεται σχεδόν ημίγυμνη στη μέση του κήπου να μιλάει σε μια γαρδένια, ενστικτωδώς και χωρίς να θυμηθεί τη συμβουλή της κυρίας Άννας, είχε τρέξει έξω να την τυλίξει με μια κουβέρτα. Καταχείμωνο, στην καλύτερη θα πάθαινε καμία πνευμονία, είχε σκεφτεί. Που να περίμενε αυτό που είχε ακολουθήσει. Μόλις η Ερασμία την είδε, είχε αρχίσει να ουρλιάζει τρομαγμένη και πριν προλάβει η Έρη να αντιδράσει, είχε ανοίξει την καγκελόπορτα και είχε βγει έξω στους δρόμους.Δύο ώρες οδυνηρής αγωνίας και ταπείνωσης είχαν ακολουθήσει. Δύο ώρες που ο κύριος Μενέλαος την είχε στολίσει με δεκάδες κοσμητικά επίθετα παλαβωμένος και εκείνος, που καρφωμένος στο αναπηρικό καροτσάκι του, δεν μπορούσε να τρέξει πίσω από τη γυναίκα του. Η αστυνομία την είχε φέρει πίσω, με πληγές στα πόδια και στα γόνατα, σε άθλια κατάσταση. Κακήν κακώς την είχε διώξει εκείνη τη μέρα ο κύριος Μενέλαος και ας ήθελε άλλες τρεις ώρες για να σχολάσει επίσημα. Τι κι αν εκείνη παρακαλούσε να τον βοηθήσει να καθαρίσουν τουλάχιστον μαζί τις πληγές της. Τότε πίστεψε πως την είχε χάσει τη δουλειά της. Γι΄αυτό και ενώ βγήκε από την κεντρική πόρτα, ξανατρύπωσε κρυφά από την πόρτα της κουζίνας. Να βεβαιωθεί ήθελε πως θα τα κατάφερναν οι δύο τους.

Ποτέ της δεν θα ξεχνούσε την εικόνα που είχε αντικρίσει εκείνο το απόβραδο. Στην αγκαλιά του την κρατούσε. Μια μικρή μπάλα έμοιαζε εκείνη κουλουριασμένη πάνω στα γόνατά του. Και εκείνος να προσπαθεί να μετακινήσει το αμαξίδιο. Να προσπαθεί να το οδηγήσει μέσα στο μπάνιο. Να αγκομαχάει και να αναθεματίζει τις χαμένες του δυνάμεις. Μισή ώρα μετά είχε καταφέρει να φτάσει στο φαρμακείο του μπάνιου.

"Σήκω Ερασμία μου. Σήκω και πιάσε το ιώδιο. Έλα μάτια μου... Μπορείς!"
"Πάλι με χτύπησε; Πάλι με χτύπησε αφού πονάω..."
"Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα με! Κοίτα με σου λέω! Κανένας δεν θα σε ξαναχτυπήσει ποτέ! Κανένας! Έλα κοκόνα μου ", να την παρακαλάει και ταυτόχρονα να τεντώνεται προσπαθώντας να φτάσει το ντουλαπάκι του φαρμακείου. Και ύστερα ένας αφύσικος γδούπος και οι δυο τους πεσμένοι και αγκαλιασμένοι στο πάτωμα πλέον. Να θέλει η Έρη να τρέξει και να μην μπορεί να κινήσει τα πόδια της. Δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της ανεξέλεγκτα, δάκρυα να τρέχουν και από τα μάτια εκείνου.
"Ένα λεπτό θα κάνω. Ένα λεπτό Ερασμία, στο υπόσχομαι" της είχε πει και στηριζόμενος στην πλαϊνή μπάρα είχε καταφέρει να σταθεί όρθιος και να πιάσει το βαμβάκι και το ιώδιο.

Εκείνη τη μέρα η Έρη είχε δει για πρώτη φορά πως μοιάζει η αληθινή αγάπη. Μια αγάπη που έκανε εκείνα τα δύο γεροντάκια να θυμίζουν φλογερούς εραστές του παρελθόντος. Τα γέρικα χέρια του να χαϊδεύουν τρυφερά με το βαμβάκι τα κοψίματα και τα γδαρσίματα που χανόντουσαν μέσα στο τσαλακωμένο γερασμένο δέρμα της. Και εκείνη να τον κοιτάζει στα μάτια με τέτοια λατρεία, που να θυμίζει κάτι από πόθο. Έναν πόθο απαλλαγμένο από τη νεανική ματαιοδοξία που τόσο είχε κοστίσει στην ίδια.

Σιωπηλά είχε φύγει από την πίσω πόρτα, νιώθοντας βρώμικη που είχε παραβιάσει τον προσωπικό τους χώρο. Και όταν δεν έλαβε τηλεφώνημα απόλυσης, όπως περίμενε, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, με ένα καρφάκι, είχε χαμηλώσει το φαρμακείο στο ύψος της μπάρας.  

για τη συνέχεια πατήστε εδώ
                   

1 σχόλιο:

Σχόλιαστε: