Τρίτη 24 Απριλίου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ : κεφάλαιο ενδέκατο





Αλεξάνδρεια 1966


Πιο πολύ τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είχαν μπερδευτεί. Από τη μια ο πατέρας του, που του ετοίμαζε γάμους, χωρίς φυσικά να τον ρωτήσει, και από την άλλη ο Μενέλαος που δήλωνε κατηγορηματικά ερωτοχτυπημένος με την παρακόρη. Όσο και αν προσπάθησε να πείσει τον φίλο του πως θα έπρεπε να φύγουν το συντομότερο από εκεί , εκείνος ήταν ανένδοτος. Θα έφευγαν, αλλά μαζί τους θα έπαιρναν και την Ερασμία. Σίγα μην άφηνε το κορίτσι μέσα σε αυτό το κολαστήριο. Για την  ακρίβεια ο Μενέλαος είχε δηλώσει, πως αν ο πατέρας του τολμούσε να απλώσει το χέρι του πάνω και στην Ερασμία, εκείνος θα του το έκοβε και θα του το τάιζε! 

Άναψε ένα τσιγάρο κοιτώντας τον νυχτερινό ουρανό και προσπάθησε να σκεφτεί ψύχραιμα τι θα έκαναν. Αν έμεναν κι άλλο στην Αλεξάνδρεια, θα έπρεπε να κάνει αρραβώνες και αυτό η εντιμότητα του, δεν του το επέτρεπε. Εκείνος σκάρτα σε γυναίκα δεν θα φερόταν. Αν πάλι έφευγαν, ο Μενέλαος δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ. Πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι με μια γυναίκα. Και στην Αγγλία μονίμως ερωτευμένος ήταν με κάποια, αλλά ποτέ άλλοτε δεν είχε αυτή τη λάμψη στα μάτια του. Ποτέ άλλοτε δεν είχε βάλει σε δεύτερη μοίρα το μέλλον τους. Πως λοιπόν να τον απομακρύνει  από το αντικείμενο του πόθου, πριν προλάβει καν να της πει τι νιώθει. Όχι, μπορεί  να ήταν ο ίδιος λιγότερος ρομαντικός, αλλά αυτό δεν θα του το έκανε.


-Ευχαριστώ πολύ για όλα, ακούστηκε η αδύναμη φωνή της Λουκίας και ο Μάρκος γύρισε και την κοίταξε με έκπληξη

-Μπες μέσα. Θα παγώσεις, μητέρα.

-Σε παρακαλώ, άσε με να σε ευχαριστήσω. Και μην με λες μητέρα. Η λέξη είναι ιερή για να τη λερώνουμε με ειρωνείες.

-Μπες μέσα , αν μας πάρει κάνα μάτι να μιλάμε μέσα στα σκοτάδια, θα έχουμε και οι δύο πρόβλημα μετά. Και μη με ευχαριστείς. Σε λίγο καιρό θα εύχεσαι να σε είχα αφήσει να πεθάνεις από την αιμορραγία, αλλά εγώ δεν θα είμαι εδώ να το δω.

-Εσύ τον έπεισες να φύγει απόψε για το Κάιρο; Αν έμενε… Χριστέ μου αν έμενε…

-Νομίζεις πως μπορώ εγώ να τον πείσω για το οτιδήποτε; Σαδιστής είναι Λουκία , δεν είναι χαζός. Ζωντανή σε θέλει για να μπορεί να βγάζει τα γούστα του πάνω σου. Μην νομίζεις πως δεν ξέρει τι του γίνεται. Ξέρεις πως για να μπορεί να σε ξαναβασανίσει, πρέπει πρώτα να γίνεις καλά. Γι αυτό προφασίστηκε τις δουλειές στο Κάιρο.  

-Γιατί; Γιατί φέρεται έτσι; Τι του έχει συμβεί;

-Σοβαρά τώρα, ψάχνεις να βρεις κάτι να τον δικαιολογήσεις;  Δεν ξέρω γιατί είναι έτσι. Δέκα μέρες θα κάτσει στο Κάιρο, όπως σου είπε όταν σε αποχαιρέτισε. Κανόνισε μέσα σε αυτές τις δέκα μέρες να δυναμώσεις. Και μια συμβουλή από μένα. Μην αντιστέκεσαι. Όσο αντιστέκεσαι τόσο θα σε βλάπτει, τόσο θα σε αποζητά. Η αντίσταση είναι εκείνη που τον ερεθίζει. Αν δέχεσαι στωικά ότι κάνει, αργά η γρήγορα θα σε βαρεθεί και θα σε αφήσει στην ησυχία σου.

-Εσύ αυτό έκανες; τον ρώτησε και πιάνοντας το χέρι του, χάιδεψε δακρύζοντας τον αριστερό καρπό του, που ένα παλιό κάψιμο είχε αφήσει το σημάδι του. Και έκανε το άγγιγμα της το κάψιμο να πονάει και πάλι όπως είχε πονέσει τότε που του το είχε κάνει. Με μια απότομη κίνηση έσπρωξε το χέρι της και την κοίταξε αγριεμένος.

-Λουκία δεν είμαστε φίλοι. Εγώ δεν είχα επιλογή. Εσύ όμως είχες! Επέλεξες να έρθεις εδώ μέσα και εγώ δεν θα σε λυπηθώ. Αν σε βοήθησα, το έκανα για τη ψυχή της μάνας μου. Ακόμα παλεύω να σώσω το τομάρι μου από δαύτον. Και θα το κάνω, να είσαι σίγουρη. Εσύ πάλι είσαι χαμένη. Πάρτο απόφαση. Αν σκέφτεσαι να φύγεις, βγάλτο από το μυαλό σου. Θα σε βρει. Όπου και να πας, θα σε βρει! Μάθε λοιπόν να ζεις με εκείνον και από μένα μην περιμένεις κάτι, είπε και την άφησε μόνη της να κλαίει  κάτω από τον έναστρο ουρανό.    

    
………………………………………………………………………………………………

Από την ώρα που είχε μπει μέσα στο σπίτι, σέρνοντας  τη βαλίτσα του, η Έρη είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά.  Δεν είχε το συνηθισμένο ξινισμένο, υπεροπτικό ύφος του, ούτε όμως και το φιλικό που του είχε ξεφύγει μια, δυο φορές. Έμοιαζε διαφορετικός. Ίσως να ήταν απλά κουρασμένος από το ταξίδι, είχε σκεφτεί και ας έμοιαζε  περισσότερο απογοητευμένος, παρά κουρασμένος.

Όταν όμως την επόμενη μέρα η διάθεση του δεν έδειχνε να αλλάζει, παρά τις τόσες ώρες ύπνου,  η Έρη κατέληξε στο συμπέρασμα, πως μάλλον του έλλειπε η οικογένεια του, που είχε μείνει στη Μαδρίτη. Προσπάθησε έτσι να αγνοεί την καινούργια του πλευρά, που για κάποιο απροσδιόριστο λόγο την ενοχλούσε περισσότερο από όλες τις προηγούμενες.

-Να πάτε στον επιτάφιο με την Έρη, είπε η Ερασμία και την κοίταξαν και οι δύο με απορία. Η Ερασμία σε αντίθεση με άλλες γριές δεν το είχε ρίξει με μανία στη θρησκεία και την προσευχή.  Ένα καντηλάκι υπήρχε μέσα στην κουζίνα και αυτό η Ερασμία φρόντιζε να είναι πάντα αναμμένο. Ούτε εικόνες όμως, ούτε νηστείες, ούτε σταυροκοπήματα και επισκέψεις σε εκκλησίες και μοναστήρια. Τι την είχε πιάσει στα καλά καθούμενα και ζητούσε να πάνε, μαζί μάλιστα, στον επιτάφιο;  
-Άσε μας ρε μάνα. Στον επιτάφιο δεν με πήγαινες, ούτε όταν ήμουν μικρός. Τι μύγα σε τσίμπησε; διαμαρτυρήθηκε ο Γιώργος πριν προλάβει η Έρη να μιλήσει.
-Δεν το συζητάω. Πηγαίνετε να ντυθείτε, γιατί θα βγει όπου να ναι. Και μετά να πάτε να φάτε κάτι έξω. Εμείς θα φάμε ένα γιαούρτι και θα ξαπλώσουμε. Μίλα Μενέλαε! Πες τους να φύγουν να ηρεμήσουμε λιγάκι.
-Να φύγετε να ηρεμήσουμε λιγάκι…, είπε ο κύριος Μενέλαος κοιτώντας λοξά την Ερασμία.
-Μα έχει φαγητό από το μεσημέρι. Και εγώ θα ξαπλώσω νωρίς, να μην είμαι μέσα στα πόδια σας. Αν θέλετε μπορώ να πάω και στο σπίτι μου απόψε, πρότεινε η Έρη και η Ερασμία την αγριοκοίταξε.
-Θα πάτε στον επιτάφιο! ΤΕΛΟΣ. Εγώ είμαι η τρελή του σπιτιού. Και στους τρελούς δεν λένε όχι, είπε και ο Γιώργος κατάλαβε πως αν δεν έκαναν ότι έλεγε, θα υπέφεραν μετά.
-Εριφύλη δεν έχουμε επιλογή. Η κυρά Ερασμία κάνει συναισθηματικό εκβιασμό. Πάμε να φύγουμε. Θέλει να ξεμοναχιάσει τον Μενέλαο και ενοχλούμε, σχολίασε ειρωνικά και  άρχισε να προχωράει προς το υπνοδωμάτιο του.
-Σαν δε ντρέπεσαι σαρδανάπαλε! Πήγαινε και εσύ κόρη μου και μην τον ακούς αυτόν. Λίγη τηλόραση να δούμε με ησυχία θέλουμε γέροι άνθρωποι, είπε και άρχισε να σπρώχνει και την Έρη έξω από το σαλόνι.

Δέκα λεπτά αργότερα έβγαιναν από το σπίτι και η Ερασμία έκλεινε την πόρτα πίσω τους χαμογελαστή, κάνοντας την Έρη να σκεφτεί πως έμοιαζε με ηλικιωμένη μαστροπό. Άραγε τι παιχνίδι της έπαιζε το άρρωστο μυαλό της πάλι και τους υποχρέωνε σε κάτι τέτοιο;     

για τη συνέχεια πατήστε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: