Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ: κεφάλαιο τέταρτο

Ο "Γιώργης μου", έτσι τον αποκαλούσε η κυρία Ερασμία όποτε αναφερόταν σε εκείνον και μαμαδίστικη γλύκα την πλημμύριζε και μόνο που έβρεχε με το όνομα του τη γλώσσα της. Η αλήθεια ήταν πως οι μόνες φωτογραφίες που ήταν στολισμένες μέσα στο σπίτι ήταν φωτογραφίες του Γιώργη της. Φωτογραφίες από διάφορες φάσεις της ζωής του. Εκείνος μωρό στην αγκαλιά της, εκείνος καθισμένος στο θρανίο στην κλασσική φωτογραφία του σχολείου με τους γεωφυσικούς χάρτες πίσω, εκείνος την ημέρα που είχε πάρει το πτυχίο του παρέα με τους φίλους του, εκείνος στη φωτογραφία του γάμου του μέσα σε ένα μαύρο κουστούμι δίπλα στην απαστράπτουσα νύφη του, εκείνος σε μια οικογενειακή φωτογραφία με τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του σε κάποιο πάρκο στο εξωτερικό. Αυτές ήταν στολισμένες σε όμορφες κορνίζες και τακτοποιημένες με χρονολογική ευλάβεια στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ. Και ανάμεσα τους παράταιρη μια ασπρόμαυρη φωτογραφία φθαρμένη από τον χρόνο. Μια φωτογραφία του ζευγαριού σε κάποιο νησί μάλλον. Η κυρία Ερασμία να φοράει ένα φόρεμα με μικρά λουλουδάκια που ο αέρας σήκωνε λίγο στο ύψος της γάμπας και ο κύριος Μενέλαος να την κοιτάζει στα μάτια αγνοώντας τον φωτογραφικό φακό. Σε αυτή τη φωτογραφία πάντα κοντοστεκόταν το βλέμμα της Έρης και ας μην είχε κάτι φαινομενικά ιδιαίτερο. Μια κοινότυπη φωτογραφία ήταν από εκείνες που έβγαζαν τότε που δεν υπήρχαν φίλτρα και σέλφι. Ούτε καν όμορφους δεν τους έλεγες στα νιάτα τους. Ένα απλό συνηθισμένο ζευγάρι, σε ένα απλό συνηθισμένο κάδρο. Και όμως για κάποιο λόγο που δεν αντιλαμβανόταν, πάντα όποτε έμπαινε στον χώρο, η συγκεκριμένη φωτογραφία της τραβούσε την προσοχή. Μάλλον το ίδιο θα είχε συμβεί και στην προκάτοχο της, γι αυτό και είχε αναζητήσει τα οικογενειακά άλμπουμ. Μήπως και λύσει το μυστήριο, γιατί αυτή η φωτογραφία εξέπεμπε μια μαγεία που αντικειμενικά δεν της άξιζε.

Δεν τόλμησε όμως να κάνει και εκείνη το ίδιο. Μετά το συμβάν με την κρίση της κυρίας Ερασμίας είχε πλέον πειστεί, πως για να έμενε εκεί μέσα, θα έπρεπε να παίξει με τους κανόνες του ζευγαριού. Καμία προσωπική ερώτηση. Καθόλου παράξενο δεν της είχε φανεί, όταν μέσα Δεκεμβρίου, η κυρία Ερασμία της είχε ανακοινώσει χαρούμενη πως από την παραμονή των Χριστουγέννων, μέχρι και τη δεύτερη μέρα του νέου έτους δεν θα χρειαζόντουσαν τις υπηρεσίες της. "Έκλεισε εισιτήρια ο Γιώργης μου" είχε συμπληρώσει και σχεδόν χορεύοντας είχε βγει από την κουζίνα.

Έχοντας δύο κουραστικούς μήνες προσαρμογής στην πλάτη της ήδη, η ανακοίνωση της αναμενόμενης άδειας έμοιαζε με καλό νέο. Και μόνο όταν έκλεισε την πόρτα της μονοκατοικίας την παραμονή της άφιξης του εργοδότη της, μόνο τότε κατάλαβε, πως θα της έλειπε η ρουτίνα της. Στο χρονικό αυτό διάστημα την απορροφούσε τόσο πολύ το οχτάωρο που δούλευε, που όταν γυρνούσε στο σπίτι της δεν προλάβαινε να σκεφτεί το πόσο αναίτια και βαρετή είχε γίνει η δική της ζωή, τώρα που το βιοποριστικό ζήτημα είχε χαθεί από τον ορίζοντα.

Ολομόναχη είχε περάσει τη μέρα των Χριστουγέννων, αγκαλιά με ένα μεγάλο σακουλάκι πατατάκια, χαζεύοντας ταινίες στον υπολογιστή μέχρι το ξημέρωμα, λιγάκι θυμωμένη που ο περιβόητος "Γιώργης", εκτός από το δώρο Χριστουγέννων που είχε καταθέσει στον τραπεζικό λογαριασμό της, δεν είχε επιδιώξει καν να γνωρίσει τον άνθρωπο, που δύο μήνες τώρα, είχε σταθεί στο ύψος των περιστάσεων όπως ισχυριζόταν. Ψέματα είχε πει στους γονείς της πως θα δούλευε και ενδιάμεσα των γιορτών για να αποφύγει το ταξίδι στο πατρικό της. Δεν ήταν πως δεν της είχαν λείψει. Ακόμα όμως δεν ένιωθε έτοιμη να γυρίσει στην πόλη που είχε παιχτεί το δικό της δράμα. Ίσως το Πάσχα να έβρισκε το κουράγιο.

Ανήμερα πάλι της Πρωτοχρονιάς, αφού έσπρωξε στο πίσω μέρος του μυαλού της την ανάγκη της να τηλεφωνήσει στο ηλικιωμένο ζευγάρι για ευχές, αποφάσισε να ναρκώσει κάπως διαφορετικά τις αισθήσεις της. Ένα μήνυμα ήταν αρκετό. Πάντα μαζί του ένα μήνυμα της ήταν αρκετό, και αυτό ήταν ότι πλησιέστερο είχε σε "σχέση" τον τελευταίο χρόνο. Μια γρήγορη υπενθύμιση πως ακόμα δεν είχαν αδρανοποιηθεί πλήρως οι νευρικές της απολήξεις. Ένα γρήγορο πήδημα, χωρίς τρυφερότητες, χωρίς υποσχέσεις, χωρίς προσδοκίες. Μια θριαμβολογία της σάρκας πάνω στο γαμημένο συναίσθημα που τόσο την είχε παιδέψει. Λίγο αλκοόλ και ένα γυμνό, ξένο αντρικό σώμα ήταν το μόνο που χρειαζόταν. Ένα αντρικό σώμα πρόθυμο να δώσει και να πάρει μέσα σε μια δίωρη συνεύρεση.

Κάπως έτσι είχε περάσει τις γιορτές της και μόνο όταν είχε γυρίσει στο παλιό αρχοντικό, που μια βαριά ατμόσφαιρα λύπης πλανιόταν στον αέρα διάχυτα, λόγω της αναχώρησης του "Γιώργη", είχε αρχίσει να ανασαίνει και πάλι κανονικά. Αυτό το ηλικιωμένο ζευγάρι είχε όλα εκείνα που ευχόταν και η ίδια να αποκτήσει κάποτε. Αυτό το ηλικιωμένο ζευγάρι είχε το γιο τους ζωντανό. Αυτό το ηλικιωμένο ζευγάρι είχε το " για πάντα" που ακόμα και ο χρόνος και η φθορά δυσκολευόταν να διαλύσει. Αυτό το ηλικιωμένο ζευγάρι ήταν το παράλληλο σύμπαν της, που έστω και ως θεατής, αποτελούσε πλέον κομμάτι του. Με κάποιο διαστροφικό τρόπο η ζωή της έδειχνε πως θα μπορούσε να είχε υπάρξει η ζωή της και ενώ θα περίμενε αυτό να την πονάει αφόρητα, να σκίζει η ζήλια τις σάρκες της, απεναντίας ένιωθε αργά και σταδιακά μια ευγνωμοσύνη, που έστω και στο πλάι της κορνίζας, αποτελούσε ένα μικρό-μικρό κομματάκι του.

Τίποτα όμως δεν ήταν όπως φαινόταν. Η εικόνα από το πλάι ήταν διαστρεβλωμένη, λειψή. Τα κομμάτια του παζλ που κρατούσε στα χέρια της μηδαμινά και η ανάγκη της να πιστέψει πως υπάρχουν "ευτυχισμένες ζωές" τόσο μεγάλη, που ακόμα και αυτά τα λίγα κομμάτια αδυνατούσε να τα κολλήσει μεταξύ τους. Ακόμα το "εγώ" του δικού της πόνου την τύφλωνε, αλλά σύντομα αυτό θα άλλαζε.            

για τη συνέχεια πατήστε εδώ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: